Η λέπρα είναι μια επικίνδυνη παραμορφωτική νόσος, που οδήγησε σε απομόνωση και περιθωριοποίηση εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Μια ξεχασμένη νόσος
Το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό ακούγοντας τη λέξη ‘’λέπρα’’, είναι οι άνθρωποι με τα παραμορφωμένα πρόσωπα που ζουν απομονωμένοι σε καλύβες, σε ξερονήσια, μακρυά από τον υπόλοιπο κόσμο.
Πριν από λίγες μέρες, στις αρχές Μαΐου, η Δερματολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης ανακοίνωσε ότι ....κατέγραψε δεκατέσσερις ασθενείς με λέπρα στο Λασήθι, τρεις στο Ηράκλειο και τέσσερις στα Χανιά. Στην ανακοίνωση σημειώνεται, επίσης, ότι οι ασθενείς πιθανότατα είναι περισσότεροι, αλλά ντρέπονται για την ασθένεια και κρύβονται, με αποτέλεσμα να μην ακολουθούν καμία θεραπεία. Η επανεμφάνιση της λέπρας στη σύγχρονη Ελλάδα, έστω και σε ελάχιστα άτομα, φαίνεται να είναι πια γεγονός.
Ιστορικά στοιχεία
Η λέπρα, η οποία ονομάζεται αλλιώς και νόσος του Χάνσεν, προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας (Mycobacterium leprae) και ανακαλύφθηκε από το Νορβηγό γιατρό Αρμάουερ Χάνσεν το 1873. Η νόσος ήταν γνωστή στην αρχαία Αίγυπτο και στις Ινδίες εδώ και 4.000 χρόνια, ενώ ανευρίσκεται και σε πολύ παλιά κείμενα Ελλήνων και Αράβων. Εξαπλώθηκε στην Ευρώπη από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα στην εποχή των σταυροφοριών, οπότε πολλοί ευγενείς που είχαν λέπρα ζούσαν ελεύθεροι, αντίθετα από τους απομονωμένους φτωχούς, μεταδίδοντας τη νόσο, κυρίως στους Αγίους Τόπους. Γενικά, πάντως, από εκείνη την εποχή, οι λεπροί απομονώνονταν και δημιουργούσαν δικές τους κοινωνίες, ενώ ήταν υποχρεωμένοι να κρεμούν πάνω τους ένα κουδούνι, που γνωστοποιούσε το πέρασμά τους. Στην Ελλάδα το νησί Σπιναλόγκα (στα βόρεια του νομού Λασηθίου) χρησιμοποιήθηκε ως Λεπροκομείο από το 1903 έως το 1957. Αν και οι αναφορές στη λέπρα είναι αρκετά σπάνιες στις μέρες μας, στον ανεπτυγμένο κόσμο η ασθένεια δεν έχει επισήμως εξαφανιστεί, αφού υπάρχουν ακόμη και σήμερα νέες διαγνώσεις περιστατικών, που εντοπίζονται κυρίως σε υπανάπτυκτες χώρες, όπως η Αγκόλα, το Κονγκό, η Ινδία, η Μοζαμβίκη, το Νεπάλ και η Τανζανία.
Χαρακτηριστικά της νόσου
Πρόκειται για μια χρόνια ασθένεια του δέρματος και των περιφερικών νεύρων, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα, μπορεί να προσβάλει ακόμη και εσωτερικά όργανα του σώματος. Σε ορισμένες μορφές της νόσου, επίσης, είναι δυνατόν να προσβληθούν τα μάτια, ο λαιμός, η μύτη ή οι όρχεις. Η λέπρα, αν και μπορεί να αναπτυχθεί σε άτομα οποιασδήποτε ηλικίας, είναι πολύ σπάνια σε παιδιά κάτω των 3 ετών. Η βαρύτητα της νόσου κυμαίνεται από μέτρια (με μία ή λίγες προσβεβλημένες περιοχές στο δέρμα), μέχρι και σοβαρή (με προσβολή πολλών περιοχών του σώματος, αλλά και εσωτερικών οργάνων).
Τα συμπτώματα
Επειδή τα βακτήρια που προκαλούν τη νόσο πολλαπλασιάζονται με πολύ αργούς ρυθμούς τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται από 1 έως και 7 χρόνια μετά την αρχική λοίμωξη. H νόσος ξεκινά με κοκκινωπές, συνήθως, κηλίδες στο δέρμα που δεν προκαλούν καθόλου πόνο, ενώ η χροιά του δέρματος και των μαλλιών μπορεί να διαφοροποιηθεί. Αν η λέπρα δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, οι κηλίδες διογκώνονται και εξαπλώνονται σε όλο το σώμα, ενώ μπορούν να σχηματιστούν σε όλο το δέρμα μικροί κόμποι και εξογκώματα. Τα στίγματα και οι διογκώσεις στο κεφάλι το κάνουν να μοιάζει, όπως αναφέρεται, με ‘’κεφάλι λιονταριού’’.
Βασικό γνώρισμα της λέπρας είναι ότι τα νεύρα απονεκρώνονται και προκαλείται αναισθησία στο δέρμα και έτσι ο ασθενής χάνει την αίσθηση του κρύου, της ζέστης ή του πόνου, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο ευάλωτος σε τραυματισμούς ή εγκαύματα που είναι δυνατό να οδηγήσουν σε ακρωτηριασμούς δακτύλων ή και ολόκληρων άκρων του σώματος. Άλλα συμπτώματα που εμφανίζονται συχνά είναι η απώλεια τριχών σε διάφορα σημεία, οι παραμορφώσεις των χεριών και των ποδιών, οι βλάβες στο βλεννογόνο της μύτης, η σεξουαλική δυσλειτουργία, η νεφρική ανεπάρκεια, η διόγκωση των λεμφαδένων, αλλά και οι βλάβες στα μάτια, λόγω προσβολής του οπτικού νεύρου, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν ακόμη και τύφλωση. Η ίδια η ασθένεια δεν προκαλεί θάνατο, αλλά το μοιραίο προκαλείται σε ορισμένες περιπτώσεις από πολλαπλές και επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις που προσβάλλουν τον οργανισμό του ασθενή, ιδίως αν αυτός δεν έχει λάβει θεραπεία. Πρέπει να τονιστεί ότι η χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας σταματά την εξέλιξη της νόσου, αλλά δεν αποκαθιστά βλάβες στον οργανισμό του ασθενή, όπως είναι οι παραμορφώσεις του δέρματος και φυσικά οι ακρωτηριασμοί.
Γεωγραφική εξάπλωση
Η λέπρα εμφανίζεται συχνότερα σε χώρες της Αφρικής, Ασίας και Λατινικής Αμερικής, ενώ τα περιστατικά στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες αφορούν συνήθως σε μετανάστες ή πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες που υπάρχει ακόμη η νόσος.
Τρόπος μετάδοσης
Ο τρόπος μετάδοσης της λέπρας δεν έχει πλήρως διασαφηνιστεί. Είναι πιθανό να μεταδίδεται με τη σωματική επαφή με πάσχον άτομο και ιδίως διαμέσου των εκκρίσεων της μύτης, ή με το σάλιο. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η μεταδοτικότητα της νόσου είναι πολύ περιορισμένη, αφού υπάρχουν άτομα που φρόντιζαν επί σειρά ετών ασθενείς με λέπρα, χωρίς ποτέ να προσβληθούν και να νοσήσουν. Επίσης, αναφέρεται ότι το 95% των ατόμων που μολύνονται από το μυκοβακτήριο της λέπρας τελικά δεν εκδηλώνει τη νόσο, λόγω αντίδρασης του ανοσοποιητικού τους συστήματος, ενώ το υπόλοιπο 5% που νοσεί διαθέτει μια, πιθανώς γονιδιακή, προδιάθεση.
Διάγνωση
Η διάγνωση τίθεται από τα συμπτώματα (όπως οι κοκκινίλες που δεν εξαφανίζονται, τα διογκωμένα νεύρα, η απώλεια της αίσθησης της αφής και της αισθητικότητας των άκρων, η μυική ατροφία κ.α.) και επιβεβαιώνεται από βιοψία ιστού από πάσχον δέρμα. Επειδή, πάντως, τα μυκοβακτήρια δεν μπορούν να καλλιεργηθούν στο εργαστήριο, όπως τα υπόλοιπα μικρόβια, δεν συνιστάται η καλλιέργεια μολυσμένων τμημάτων δέρματος. Επιπλέον, η αναζήτηση αντισωμάτων έναντι της νόσου στο αίμα του εξεταζόμενου ατόμου δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, αφού σε πολλές περιπτώσεις δεν ανιχνεύονται αντισώματα, αν και ο ασθενής έχει ήδη παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της λέπρας.
Θεραπεία
Η νόσος μπορεί να αντιμετωπιστεί και να θεραπευτεί με χορήγηση αντιβιοτικών, που ενδεχομένως θα πρέπει να χορηγούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όσο νωρίτερα, πάντως, διαγνωστεί η νόσος και ξεκινήσει η θεραπεία, τόσο οι βλάβες που θα προκληθούν θα είναι μικρότερες. Επίσης, αν ο ασθενής λάβει την κατάλληλη θεραπεία, παύει να μεταδίδει τη νόσο μετά τη λήψη των πρώτων δόσεων των φαρμάκων.
Σε περιοχές, όμως, του Τρίτου Κόσμου η νόσος παραμένει και στις μέρες μας ενεργή, αν και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας χορηγεί δωρεάν τα φάρμακα σε όλες τις χώρες του κόσμου, αφού οι υγειονομικές υπηρεσίες υπολειτουργούν και η προώθηση ή χορήγηση τους είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Σήμερα, η διεθνής ιατρική κοινότητα χορηγεί για την αντιμετώπιση της λέπρας ένα μείγμα τριών φαρμάκων (dapsone, rifampicin και clofazimine), το οποίο καταπολεμά το μυκοβακτήριο που προκαλεί τη λέπρα και θεραπεύει πλήρως τη νόσο.
Πρόληψη
Η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπεία της νόσου, αποτελούν τα καλύτερα όπλα για την εκρίζωσή της. Τα άτομα που ζουν κοντά στον ασθενή θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά από γιατρό για τουλάχιστον 5 χρόνια μετά τη αρχική διάγνωση. Σημειώνεται ότι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία δεν μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο, ενώ μπορούν να συνεχίσουν κανονικά τις κοινωνικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Η λέπρα περιλαμβάνεται στα νοσήματα των οποίων τα περιστατικά θα πρέπει να αναφέρονται αμέσως από τους γιατρούς στις αρμόδιες υγειονομικές αρχές. Για τη λέπρα δεν υπάρχει προστατευτικό εμβόλιο. Επειδή, όμως, το μικρόβιο που προκαλεί τη φυματίωση είναι συγγενικό με το αντίστοιχο της λέπρας, το εμβόλιο κατά της φυματίωσης (BCG) θεωρείται ότι προστατεύει σε κάποιο βαθμό από τη νόσο. Ο καλύτερος τρόπος, πάντως, προστασίας πιστεύεται ότι είναι η αποφυγή επαφής με τα σωματικά υγρά και το δέρμα των ασθενών.
Μετά από συντονισμένη δράση των υγειονομικών υπηρεσιών όλου του κόσμου, η λέπρα έχει περιοριστεί σημαντικά σε όλες τις χώρες, αφού ενώ το 1985 διαγνώστηκαν 5,2 εκατομμύρια νέα περιστατικά, το 2009 περιορίστηκαν μόλις σε 213.000.
Επίλογος
Η διαχρονική φοβία και προκατάληψη για τη λέπρα είχε λάβει στο παρελθόν εκρηκτικές διαστάσεις, που ενισχύονταν από το αποκρουστικό, πολλές φορές, παρουσιαστικό των ασθενών, ενώ η σύνδεσή της με τη Βίβλο και η αναφερόμενη θεραπεία της από το Χριστό, της προσέδωσε μυστηριακό χαρακτήρα. Η αλήθεια είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης δεν διαθέτει επαρκή ενημέρωση και εξακολουθεί να πιστεύει όσα πίστευαν οι άνθρωποι πριν από 2-3 αιώνες. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, μάλιστα, έχει εγκρίνει ομόφωνα ψήφισμα για την εξάλειψη των διακρίσεων σε βάρος των ατόμων που έχουν προσβληθεί από λέπρα σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Η πραγματικότητα, όμως, πέρα από κραυγές ρατσισμού και ανθρωποφοβίας, είναι εντελώς διαφορετική, αφού η λέπρα είναι μια νόσος που μεταδίδεται δύσκολα και μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τα κατάλληλα φάρμακα, χωρίς να απαιτείται κοινωνική απομόνωση και ισόβιος στιγματισμός των ασθενών και των οικογενειών τους.
_________________________________________________________________Μια ξεχασμένη νόσος
Το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό ακούγοντας τη λέξη ‘’λέπρα’’, είναι οι άνθρωποι με τα παραμορφωμένα πρόσωπα που ζουν απομονωμένοι σε καλύβες, σε ξερονήσια, μακρυά από τον υπόλοιπο κόσμο.
Πριν από λίγες μέρες, στις αρχές Μαΐου, η Δερματολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης ανακοίνωσε ότι ....κατέγραψε δεκατέσσερις ασθενείς με λέπρα στο Λασήθι, τρεις στο Ηράκλειο και τέσσερις στα Χανιά. Στην ανακοίνωση σημειώνεται, επίσης, ότι οι ασθενείς πιθανότατα είναι περισσότεροι, αλλά ντρέπονται για την ασθένεια και κρύβονται, με αποτέλεσμα να μην ακολουθούν καμία θεραπεία. Η επανεμφάνιση της λέπρας στη σύγχρονη Ελλάδα, έστω και σε ελάχιστα άτομα, φαίνεται να είναι πια γεγονός.
Ιστορικά στοιχεία
Η λέπρα, η οποία ονομάζεται αλλιώς και νόσος του Χάνσεν, προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας (Mycobacterium leprae) και ανακαλύφθηκε από το Νορβηγό γιατρό Αρμάουερ Χάνσεν το 1873. Η νόσος ήταν γνωστή στην αρχαία Αίγυπτο και στις Ινδίες εδώ και 4.000 χρόνια, ενώ ανευρίσκεται και σε πολύ παλιά κείμενα Ελλήνων και Αράβων. Εξαπλώθηκε στην Ευρώπη από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα στην εποχή των σταυροφοριών, οπότε πολλοί ευγενείς που είχαν λέπρα ζούσαν ελεύθεροι, αντίθετα από τους απομονωμένους φτωχούς, μεταδίδοντας τη νόσο, κυρίως στους Αγίους Τόπους. Γενικά, πάντως, από εκείνη την εποχή, οι λεπροί απομονώνονταν και δημιουργούσαν δικές τους κοινωνίες, ενώ ήταν υποχρεωμένοι να κρεμούν πάνω τους ένα κουδούνι, που γνωστοποιούσε το πέρασμά τους. Στην Ελλάδα το νησί Σπιναλόγκα (στα βόρεια του νομού Λασηθίου) χρησιμοποιήθηκε ως Λεπροκομείο από το 1903 έως το 1957. Αν και οι αναφορές στη λέπρα είναι αρκετά σπάνιες στις μέρες μας, στον ανεπτυγμένο κόσμο η ασθένεια δεν έχει επισήμως εξαφανιστεί, αφού υπάρχουν ακόμη και σήμερα νέες διαγνώσεις περιστατικών, που εντοπίζονται κυρίως σε υπανάπτυκτες χώρες, όπως η Αγκόλα, το Κονγκό, η Ινδία, η Μοζαμβίκη, το Νεπάλ και η Τανζανία.
Χαρακτηριστικά της νόσου
Πρόκειται για μια χρόνια ασθένεια του δέρματος και των περιφερικών νεύρων, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα, μπορεί να προσβάλει ακόμη και εσωτερικά όργανα του σώματος. Σε ορισμένες μορφές της νόσου, επίσης, είναι δυνατόν να προσβληθούν τα μάτια, ο λαιμός, η μύτη ή οι όρχεις. Η λέπρα, αν και μπορεί να αναπτυχθεί σε άτομα οποιασδήποτε ηλικίας, είναι πολύ σπάνια σε παιδιά κάτω των 3 ετών. Η βαρύτητα της νόσου κυμαίνεται από μέτρια (με μία ή λίγες προσβεβλημένες περιοχές στο δέρμα), μέχρι και σοβαρή (με προσβολή πολλών περιοχών του σώματος, αλλά και εσωτερικών οργάνων).
Τα συμπτώματα
Επειδή τα βακτήρια που προκαλούν τη νόσο πολλαπλασιάζονται με πολύ αργούς ρυθμούς τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται από 1 έως και 7 χρόνια μετά την αρχική λοίμωξη. H νόσος ξεκινά με κοκκινωπές, συνήθως, κηλίδες στο δέρμα που δεν προκαλούν καθόλου πόνο, ενώ η χροιά του δέρματος και των μαλλιών μπορεί να διαφοροποιηθεί. Αν η λέπρα δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, οι κηλίδες διογκώνονται και εξαπλώνονται σε όλο το σώμα, ενώ μπορούν να σχηματιστούν σε όλο το δέρμα μικροί κόμποι και εξογκώματα. Τα στίγματα και οι διογκώσεις στο κεφάλι το κάνουν να μοιάζει, όπως αναφέρεται, με ‘’κεφάλι λιονταριού’’.
Βασικό γνώρισμα της λέπρας είναι ότι τα νεύρα απονεκρώνονται και προκαλείται αναισθησία στο δέρμα και έτσι ο ασθενής χάνει την αίσθηση του κρύου, της ζέστης ή του πόνου, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο ευάλωτος σε τραυματισμούς ή εγκαύματα που είναι δυνατό να οδηγήσουν σε ακρωτηριασμούς δακτύλων ή και ολόκληρων άκρων του σώματος. Άλλα συμπτώματα που εμφανίζονται συχνά είναι η απώλεια τριχών σε διάφορα σημεία, οι παραμορφώσεις των χεριών και των ποδιών, οι βλάβες στο βλεννογόνο της μύτης, η σεξουαλική δυσλειτουργία, η νεφρική ανεπάρκεια, η διόγκωση των λεμφαδένων, αλλά και οι βλάβες στα μάτια, λόγω προσβολής του οπτικού νεύρου, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν ακόμη και τύφλωση. Η ίδια η ασθένεια δεν προκαλεί θάνατο, αλλά το μοιραίο προκαλείται σε ορισμένες περιπτώσεις από πολλαπλές και επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις που προσβάλλουν τον οργανισμό του ασθενή, ιδίως αν αυτός δεν έχει λάβει θεραπεία. Πρέπει να τονιστεί ότι η χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας σταματά την εξέλιξη της νόσου, αλλά δεν αποκαθιστά βλάβες στον οργανισμό του ασθενή, όπως είναι οι παραμορφώσεις του δέρματος και φυσικά οι ακρωτηριασμοί.
Γεωγραφική εξάπλωση
Η λέπρα εμφανίζεται συχνότερα σε χώρες της Αφρικής, Ασίας και Λατινικής Αμερικής, ενώ τα περιστατικά στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες αφορούν συνήθως σε μετανάστες ή πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες που υπάρχει ακόμη η νόσος.
Τρόπος μετάδοσης
Ο τρόπος μετάδοσης της λέπρας δεν έχει πλήρως διασαφηνιστεί. Είναι πιθανό να μεταδίδεται με τη σωματική επαφή με πάσχον άτομο και ιδίως διαμέσου των εκκρίσεων της μύτης, ή με το σάλιο. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η μεταδοτικότητα της νόσου είναι πολύ περιορισμένη, αφού υπάρχουν άτομα που φρόντιζαν επί σειρά ετών ασθενείς με λέπρα, χωρίς ποτέ να προσβληθούν και να νοσήσουν. Επίσης, αναφέρεται ότι το 95% των ατόμων που μολύνονται από το μυκοβακτήριο της λέπρας τελικά δεν εκδηλώνει τη νόσο, λόγω αντίδρασης του ανοσοποιητικού τους συστήματος, ενώ το υπόλοιπο 5% που νοσεί διαθέτει μια, πιθανώς γονιδιακή, προδιάθεση.
Διάγνωση
Η διάγνωση τίθεται από τα συμπτώματα (όπως οι κοκκινίλες που δεν εξαφανίζονται, τα διογκωμένα νεύρα, η απώλεια της αίσθησης της αφής και της αισθητικότητας των άκρων, η μυική ατροφία κ.α.) και επιβεβαιώνεται από βιοψία ιστού από πάσχον δέρμα. Επειδή, πάντως, τα μυκοβακτήρια δεν μπορούν να καλλιεργηθούν στο εργαστήριο, όπως τα υπόλοιπα μικρόβια, δεν συνιστάται η καλλιέργεια μολυσμένων τμημάτων δέρματος. Επιπλέον, η αναζήτηση αντισωμάτων έναντι της νόσου στο αίμα του εξεταζόμενου ατόμου δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, αφού σε πολλές περιπτώσεις δεν ανιχνεύονται αντισώματα, αν και ο ασθενής έχει ήδη παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της λέπρας.
Θεραπεία
Η νόσος μπορεί να αντιμετωπιστεί και να θεραπευτεί με χορήγηση αντιβιοτικών, που ενδεχομένως θα πρέπει να χορηγούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όσο νωρίτερα, πάντως, διαγνωστεί η νόσος και ξεκινήσει η θεραπεία, τόσο οι βλάβες που θα προκληθούν θα είναι μικρότερες. Επίσης, αν ο ασθενής λάβει την κατάλληλη θεραπεία, παύει να μεταδίδει τη νόσο μετά τη λήψη των πρώτων δόσεων των φαρμάκων.
Σε περιοχές, όμως, του Τρίτου Κόσμου η νόσος παραμένει και στις μέρες μας ενεργή, αν και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας χορηγεί δωρεάν τα φάρμακα σε όλες τις χώρες του κόσμου, αφού οι υγειονομικές υπηρεσίες υπολειτουργούν και η προώθηση ή χορήγηση τους είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Σήμερα, η διεθνής ιατρική κοινότητα χορηγεί για την αντιμετώπιση της λέπρας ένα μείγμα τριών φαρμάκων (dapsone, rifampicin και clofazimine), το οποίο καταπολεμά το μυκοβακτήριο που προκαλεί τη λέπρα και θεραπεύει πλήρως τη νόσο.
Πρόληψη
Η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπεία της νόσου, αποτελούν τα καλύτερα όπλα για την εκρίζωσή της. Τα άτομα που ζουν κοντά στον ασθενή θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά από γιατρό για τουλάχιστον 5 χρόνια μετά τη αρχική διάγνωση. Σημειώνεται ότι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία δεν μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο, ενώ μπορούν να συνεχίσουν κανονικά τις κοινωνικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Η λέπρα περιλαμβάνεται στα νοσήματα των οποίων τα περιστατικά θα πρέπει να αναφέρονται αμέσως από τους γιατρούς στις αρμόδιες υγειονομικές αρχές. Για τη λέπρα δεν υπάρχει προστατευτικό εμβόλιο. Επειδή, όμως, το μικρόβιο που προκαλεί τη φυματίωση είναι συγγενικό με το αντίστοιχο της λέπρας, το εμβόλιο κατά της φυματίωσης (BCG) θεωρείται ότι προστατεύει σε κάποιο βαθμό από τη νόσο. Ο καλύτερος τρόπος, πάντως, προστασίας πιστεύεται ότι είναι η αποφυγή επαφής με τα σωματικά υγρά και το δέρμα των ασθενών.
Μετά από συντονισμένη δράση των υγειονομικών υπηρεσιών όλου του κόσμου, η λέπρα έχει περιοριστεί σημαντικά σε όλες τις χώρες, αφού ενώ το 1985 διαγνώστηκαν 5,2 εκατομμύρια νέα περιστατικά, το 2009 περιορίστηκαν μόλις σε 213.000.
Επίλογος
Η διαχρονική φοβία και προκατάληψη για τη λέπρα είχε λάβει στο παρελθόν εκρηκτικές διαστάσεις, που ενισχύονταν από το αποκρουστικό, πολλές φορές, παρουσιαστικό των ασθενών, ενώ η σύνδεσή της με τη Βίβλο και η αναφερόμενη θεραπεία της από το Χριστό, της προσέδωσε μυστηριακό χαρακτήρα. Η αλήθεια είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης δεν διαθέτει επαρκή ενημέρωση και εξακολουθεί να πιστεύει όσα πίστευαν οι άνθρωποι πριν από 2-3 αιώνες. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, μάλιστα, έχει εγκρίνει ομόφωνα ψήφισμα για την εξάλειψη των διακρίσεων σε βάρος των ατόμων που έχουν προσβληθεί από λέπρα σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Η πραγματικότητα, όμως, πέρα από κραυγές ρατσισμού και ανθρωποφοβίας, είναι εντελώς διαφορετική, αφού η λέπρα είναι μια νόσος που μεταδίδεται δύσκολα και μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τα κατάλληλα φάρμακα, χωρίς να απαιτείται κοινωνική απομόνωση και ισόβιος στιγματισμός των ασθενών και των οικογενειών τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ''Χανιώτικα Νέα'' στις 18-5-2010
http://stefanogiannis.blogspot.com/2010/05/blog-post_20.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου