"Δεν υπάρχει λαός εις τον κόσμο ο οποίος να έχει προσφέρει τόσα εις την ανθρωπότητα όσα ο Ελληνικός και έχει καταπολεμηθεί τόσο πολύ από τόσο πολλούς λαούς, οι οποίοι δεν πρόσφεραν τίποτα εις αυτήν" *ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ*

Φωτορεπορταζ 20 τελευταιων αναρτησεων

14/7/10

Η ιουλιανή κρίση ξεκινά στις 15 Ιουλίου 1965, όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνείται να δεχθεί την αποπομπή του Π. Γαρουφαλιά από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και ταυτόχρονα την ανάληψή του ίδιου χαρτοφυλακίου από τον πρωθυπουργό, Γ. Παπανδρέου.


Συχνά τα Ιουλιανά του 1965 χαρακτηρίζονται ο ελληνικός Μάης του 68. Δεν έχει τόση σημασία ο επιστημολογικός έλεγχος του παραλληλισμού όση έχει το συμβολικό του φορτίο. Ποιες αναλογίες φέρνουν κοντά αυτές τις δυο κρίσιμες καμπές της ελληνικής και της.... διεθνούς μεταπολεμικής ιστορίας;
Της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ
Επιγραμματικά μπορούμε να αναφέρουμε τη μαζική δράση και την αυτόνομη παρέμβαση των λαϊκών μαζών, τις μορφές αποφασιστικής -σχεδόν πολεμικής- σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής, τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, την αποφασιστική παρουσία της νεολαίας, την κρίση που υπέστησαν οι παραδοσιακοί πολιτικοί σχηματισμοί, το φόβο του καθεστώτος. Το (ελληνικό) 65 και το (διεθνές) 68 ήταν δραματικά επεισόδια του ραγδαίου κοινωνικού και πολιτισμικού μετασχηματισμού που συντελέστηκε μετά τον πόλεμο και με ιδιαίτερη έμφαση τη δεκαετία του 1960. Εκπληκτική ποσοτική υλική αύξηση, τεχνολογική μεταβολή, αγροτική έξοδος, πολιτιστικός μοντερνισμός, κράτος πρόνοιας, μετέβαλλαν την εμπειρία των γενιών που μεγάλωναν μετά τον πόλεμο. Σε αντίθεση με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το τέλος του Δευτέρου δεν περιλάμβανε την επαναστατική ανατροπή στον ορίζοντα των προσδοκιών -με εξαίρεση τον αποικιοκρατούμενο κόσμο-, σίγουρα όχι την επαναστατική ανατροπή όπως είχε προσδιοριστεί από την εμπειρία του Μεσοπολέμου. Οι προσδοκίες της κοινωνικής αλλαγής, όμως, ήταν πάντα υπαρκτές, ρευστές, διερευνητικές, εντούτοις καθοριστικές για τη διαμόρφωση των συλλογικών υποκειμένων.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα Ιουλιανά; Υποδεικνύουν την αδυναμία να κατανοήσουμε το πολιτικό αυτοαναφορικά, δια του εαυτού του, αφαιρώντας από το οπτικό μας πεδίο το πολυσχιδές υπόβαθρο της πολιτικής αμφισβήτησης. Η ιουλιανή κρίση έχει αναλυθεί υπό το πρίσμα θεωρητικών σχημάτων τα οποία τονίζουν είτε τη συναίνεση των λαϊκών μαζών στον κοινοβουλευτισμό είτε το χαρακτήρα επαναστατικής κατάστασης που προσέλαβε η κρίση. Και στις δύο περιπτώσεις απουσιάζει η μελέτη των ποικίλων, συχνά αποκλινόντων, νοημάτων και των πρακτικών που συγκροτούν τη συλλογική διαμαρτυρία. Όλο εκείνο το δίκτυο σχέσεων και επικοινωνίας, των διακινούμενων πληροφοριών, αξιών, ελπίδων ή διαψεύσεων, διαμέσου του οποίου οι άνθρωποι τοποθετούν τον κόσμο και τοποθετούνται μέσα σε αυτόν. Όσο και αν τα γεγονότα μοιάζουν κοντινά και οικεία, η αλήθεια είναι ότι γι’ αυτό το δίκτυο γνωρίζουμε λίγα. Μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε την υπόθεση ότι στα Ιουλιανά εκφράζεται με δραματικό τρόπο η σχετική αυτονομία των κοινωνικών διεργασιών από το πολιτικό σύστημα, την οποία μπορεί κανείς να διαγνώσει σ’ ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων της μεταπολεμικής εξέλιξης. Νέες γενιές, νέες κοινωνικές δυνάμεις, που δεν έχουν οι ίδιες βιώσει την ήττα της εαμικής επανάστασης, που ανασημασιοδοτούν την πρόσφατη ιστορία, όλα αυτά επιτάχυναν το χρόνο και πύκνωσαν το νόημα των 70 ημερών της σύγκρουσης. 


Η ιουλιανή κρίση ξεκινά στις 15 Ιουλίου 1965, όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνείται να δεχθεί την αποπομπή του Π. Γαρουφαλιά από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και ταυτόχρονα την ανάληψή του ίδιου χαρτοφυλακίου από τον πρωθυπουργό, Γ. Παπανδρέου. Η ανάδειξη του ελέγχου του στρατεύματος σε κεντρικό σημείο ρήξης δεν ήταν η βασική αιτία της κρίσης, ούτε όμως και μια απλή αφορμή. Αφενός, ο στρατός συνδεόταν άμεσα με ένα από τα πλέον βαρύνοντα ζητήματα τόσο για την εξωτερική όσο και για την εσωτερική πολιτική, το Κυπριακό· αφετέρου, αποτελούσε έναν από τους κεντρικούς σπονδύλους στη διάρθρωση του πλέγματος εξουσίας που συγκροτήθηκε διαμέσου του εμφύλιου πολέμου. Άλλωστε και η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου με βραδύτητα, διστακτικότητα και αμφιθυμία έλαβε κάποια επιμέρους μέτρα εκδημοκρατισμού του στρατεύματος, ενώ κεντρικές επιλογές της, όπως η ανάδειξη σε Α/ΓΕΣ του Ι. Γεννηματά, συνιστούσαν όχι απλώς συμβιβασμό αλλά ντε φάκτο αναγνώριση ότι ο στρατός, οι δυνάμεις ασφαλείας και  γενικά οι καταναγκαστικοί μηχανισμοί του κράτους ανήκαν στη δικαιοδοσία της μοναρχίας. Στο πλαίσιο κινητοποίησης αυτών των μηχανισμών, εντάσσονται επεισόδια όπως η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (η «αποκάλυψη» συνωμοτικής οργάνωσης δημοκρατικών αξιωματικών στο εσωτερικό του στρατεύματος) που, ανεξάρτητα από τα πραγματικά της περιστατικά, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση της ιουλιανής κρίσης, ή η σκευωρία του αντισυνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλου σχετικά με μια υποτιθέμενη «κομμουνιστική δολιοφθορά» σε μονάδες του Έβρου τον Ιούνιο του 1964.
Ας επιστρέψουμε στις μέρες του Ιουλίου. Κάτω από την πίεση της πιο μαχητικής λαϊκής κινητοποίησης που γνώρισε η χώρα μετά τον πόλεμο και την απρόβλεπτη δυναμική που δημιουργείται, θα χρειαστούν τελικά περισσότεροι από δυο μήνες, έως ότου επιτευχθεί μια εύθραυστη ισορροπία για την τρίτη τελικά από τις κυβερνήσεις που διόρισε ο βασιλιάς. Οι επιστολές του νεαρού άνακτα προς τον πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια του πρώτου δεκαημέρου του Ιουλίου ήταν ενδεικτικές της πρόθεσης της μοναρχίας να ηγηθεί της ρήξης με την κυβέρνηση της Ε.Κ. «Εάν δεν επικρατήσουν εις υμάς σωφρονέστεραι σκέψεις, θα ευρεθώ εις την ανάγκην εκ καθήκοντος προασπίσεως της συνταγματικής τάξεως και της ομαλότητος να καταγγείλω προς τον ελληνικόν λαόν τας προθέσεις σας», έγραφε ο Κωνσταντίνος, αρνούμενος να επικυρώσει τα διατάγματα αντικατάστασης του Γαρουφαλιά και του στρατηγού Γεννηματά. Όταν ο Παπανδρέου υποβάλλει προφορικά την παραίτησή του, στις 15 Ιουλίου, ο Κωνσταντίνος, χωρίς καν να περιμένει την τυπική επίδοση έγγραφου κειμένου της παραίτησης, διορίζει πρωθυπουργό τον Γ. Αθανασιάδη-Νόβα. Όμως ο Νόβας, ποιητής χαριτόβρυτος και συμπαθής στους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας, δεν μπόρεσε να αποσπάσει παρά μόνο 26 βουλευτές από την Ε.Κ. (κυρίως την ομάδα Μητσοτάκη), με αποτέλεσμα να καταψηφιστεί στη Βουλή στις 5 Αυγούστου. Στις 18 του ίδιου μήνα, η βασιλική εύνοια κλίνει προς τον εαμογενή βουλευτή της Ε.Κ., Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος σχηματίζει κυβέρνηση στις 20 Αυγούστου, την ίδια μέρα που η διαμαρτυρία στους δρόμους της Αθήνας παίρνει την πιο ρηξικέλευθη μορφή της. Οκτώ μέρες αργότερα, η Βουλή καταψηφίζει τη νέα κυβέρνηση με 159 ψήφους έναντι 133 ψήφων εμπιστοσύνης. Ωστόσο, σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, ο παλιός σοσιαλιστής πολιτικός αποπειράθηκε να ενεργοποιήσει μια επιχείρηση εκφοβισμού του ελληνικού λαού, προχωρώντας σε συσκέψεις με την ηγεσία του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας και εντείνοντας τα μέτρα καταστολής. Η τρίτη βασιλική κυβέρνηση υπό τον Στ. Στεφανόπουλο είχε μεγαλύτερη επιτυχία. Στις 17 Σεπτεμβρίου, 6 ακόμη βουλευτές της Ε.Κ. οδηγήθηκαν υπό συνοδεία στα ανάκτορα για να ορκιστούν ως υπουργοί. Η κυβέρνηση αυτή απέσπασε τελικά ψήφο εμπιστοσύνης με 152 ψήφους τη νύκτα της 24ης προς 25η Σεπτεμβρίου. «Τα λόγια είναι το δίχως άλλο φτωχά για να αποδώσουν, σε όλη του την έκταση, ένα κλίμα δοσοληψιών, εγωιστικών υπολογισμών και παζαρεμάτων, πολιορκημένων από τη βροντή της λαϊκής οργής που πλημμύριζε τους δρόμους της Αθήνας, τους δύο εκείνους μήνες των αδίστακτων διαπραγματεύσεων που διεξάγονταν στο πολιτικό παρασκήνιο», έγραφε ο Ζαν Μεϋνώ. Αλλά και ο Π. Κανελλόπουλος, τυπικός αρχηγός της Ε.Ρ.Ε. μετά την αποχώρηση του Καραμανλή το 1963, σημείωνε σε υπόμνημά του προς το βασιλιά τον Ιανουάριο του 1966 ότι «η απόσπασις των αναγκαίων βουλευτών από τον κ. Παπανδρέου έγινε με εξαγορά συνειδήσεων, με υπουργοποίηση ανθρώπων, που δεν θα εγίνοντο ποτέ, υπό άλλας συνθήκας, υπουργοί, ακόμη και με άλλα απαράδεκτα μέτρα».
Η φθορά του αστικού πολιτικού προσωπικού, ο ρόλος των κρατικών μηχανισμών καταναγκασμού, οι αντιδράσεις ελληνικών και αλλοδαπών επιχειρηματικών κύκλων απέναντι σε πλευρές της οικονομικής πολιτικής της Ε.Κ., η στάση των ΗΠΑ στο Κυπριακό ή οι φόβοι τους για τον επικίνδυνο “leftist” (αριστερό) Ανδρέα Παπανδρέου, αποτελούν ιστούς που διαπλέχθηκαν στην εκδήλωση της κρίσης, δεν κομίζουν ωστόσο σημαντική συμβολή στην κατανόησή της. Γιατί προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις μια μετριοπαθής αστική πολιτική που βασικός της στόχος ήταν όχι η ανατροπή αλλά οι λειτουργικές μεταρρυθμίσεις στην οργάνωση της ταξικής εξουσίας; Μπορούσε αυτή η εξουσία να αντέξει έστω και επιμέρους μέτρα φιλελευθεροποίησης, τα οποία προώθησε η Ε.Κ., όπως ήταν ο περιορισμός του ιδεολογικού ρόλου του αντικομμουνισμού, η προσπάθεια απομάκρυνσης του συνδικαλισμού από τον έλεγχο της Δεξιάς, η άνοδος της λαϊκής αγοραστικής ικανότητας και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση; Ίσως να μπορούσε, αν όλα αυτά δεν συνδέονταν άμεσα με την ανοδική και αυτόνομη παρέμβαση των λαϊκών μαζών στις πολιτικές εξελίξεις, με τους αγώνες των εργατών και των νέων, καθώς και με τη σταδιακή αποδέσμευση νέων μεσαίων στρωμάτων από τις ιδεολογικές προδιαγραφές της εθνικοφροσύνης. Η εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ το 1958, ο ανένδοτος που ξεκίνησε το 1961, ο αυξανόμενος αριθμός απεργών και απεργιών στην τριετία 1962-1965, οι πρωτοφανείς μορφές συλλογικής διαμαρτυρίας -όπως ο οικοδομικός αγώνας για το επτάωρο, η κατάληψη της κλωστοϋφαντουργίας του Καρέλα στο Λαύριο, η σταθερότητα των κινητοποιήσεων των νυχτερινών μαθητών, ο φοιτητικός ριζοσπαστισμός- έστελναν δυσοίωνα μηνύματα σε ένα πλέγμα εξουσίας, για το οποίο ακόμη και ο εκσυγχρονισμός ήταν μια αυταρχικά επιβεβλημένη πολιτική. Ήδη από την πορεία της προς την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, η Ε.Κ. είχε προβάλει ένα άμεσο πρόγραμμα «Αλλαγής» το οποίο αφενός συντονιζόταν με το ρυθμό των «εφικτών μεταρρυθμίσεων» της μεταπολεμικής αστικής δημοκρατίας στο δυτικό κόσμο, αφετέρου όμως βασιζόταν σε μια γραμμή αγωνιστικότερη από εκείνη της ΕΔΑ, καθώς αναλάμβανε αποφασιστικά την καθοδήγηση του αντιδεξιού αγώνα. Εδώ όμως εντοπιζόταν και η εγγενής και εκρηκτική αντίφαση της Ε.Κ.: ένα αστικό, καθεστωτικό στις ιδεολογικές και κοινωνικές του προδιαγραφές επιτελείο αναλάμβανε να υλοποιήσει την εναλλακτική λύση στη φθαρμένη δεξιά, αναγκασμένο όμως να στηριχτεί σε λαϊκά στρώματα που οι προσδοκίες τους ξεπερνούσαν την προκαθορισμένη πολιτική. Αυτή η αντίφαση εδραζόταν στο ευρύτερο έδαφος της απονομιμοποίησης του (μετ)εμφυλιακού καθεστώτος, της ελλειμματικής ηγεμονίας του, η οποία συμβολοποιούνταν στην αποστροφή προς τη μοναρχία. Τις 70 ημέρες της κρίσης, η αυτόνομη παρέμβαση των μαζών πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις. Ακαθοδήγητη, αυθόρμητη, μαχητική, υιοθέτησε μορφές πάλης που βρίσκονταν στον αντίποδα της γραμμής της Ε.Κ. και της ΕΔΑ, που προέκριναν την κεντρική διευθέτηση του προβλήματος καθιστώντας σαφές ότι δεν θέτουν πολιτειακό ζήτημα. Η γενική απεργία της 27ης Ιουλίου και η επίμονη προβολή του αιτήματος για δημοψήφισμα στις διαδηλώσεις, όχι μόνο δε συμβάδιζαν με την κοινοβουλευτική αναμονή αλλά και συνέτειναν στην αποδέσμευση ευρύτατων τμημάτων από όλες τις δυνάμεις του πολιτικού συστήματος. Τα Ιουλιανά συνιστούσαν κρίση εκπροσώπησης, κρίση της μοναρχίας και κρίση όλων των πολιτικών κομμάτων.

Εκείνες τις μέρες, πλήθος ανθρώπων ζούσε στους δρόμους, μάχονταν, μάθαιναν παλιά και νέα πράματα, δημιουργούσαν, ερωτεύονταν στους δρόμους. «Οι ποιητές», έγραφε ο Φ. Λάδης, «και πάλι παράτησαν τις ποιητικές συλλογές τους, βγήκαν στους δρόμους να λένε τους στίχους τους, κι οι εφημερίδες, στη θέση του καλλιτεχνικού κουτσομπολιού, να φιλοξενούν ποιήματα.» Όταν ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Μίκη Θεοδωράκη πώς θα μπορούσαν να αποδοθούν μουσικά οι λαϊκές εκδηλώσεις, εκείνος απάντησε: «Πολυπρόσωπη χορωδία. Να μπορούσες να κάνεις μια χορωδία με χιλιάδες φωνές!» Κάθε μέρα, επί μήνες, κάθε βράδυ, από το σχόλασμα το δουλειάς, μετά το σχολείο, έξω από τις σχολές, χιλιάδες κόσμου συναντιόνταν στις διαδηλώσεις. Το πλήθος άλλοτε γιόρταζε κι άλλοτε πενθούσε. Σε εκατοντάδες χιλιάδες υπολογίζεται η συμμετοχή στην κάθοδο του Γ. Παπανδρέου από το Καστρί στην Αθήνα στις 19 Ιουλίου και στην κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα στις 23.
Αυτή η πολυπρόσωπη συμμετοχή συγκροτούσε έναν καινούργιο δημόσιο χώρο στον οποίο δημιουργούνταν η λαϊκή κοινή γνώμη: ένα δημόσιο πεδίο πολιτικής, πολιτιστικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης ή ενότητας. Ο φυσικός χώρος των δρόμων -από τους φτωχικούς δρόμους έξω από το σπίτι του Πέτρουλα, όπου το πλήθος ξενυχτούσε το νεκρό, μέχρι τους κεντρικούς δρόμους του οικονομικού θαύματος της ανοικοδομημένης Αθήνας-  γινόταν κοινωνικός χώρος με πολλαπλά επίπεδα πολιτικής σημασίας και αναδείκνυε προκλήσεις για εκείνους που τον καταλάμβαναν εναντίον της εξουσίας και για την τελευταία που επιδίωκε να τον επανακατακτήσει. Η κίνηση αυτή σήμαινε την επανατοποθέτηση των ορίων στην άσκηση πολιτικής και στις μορφές που θα έπαιρνε αυτή, την αμφισβήτηση της  αποκλειστικότητας των εξουσιαστικών μηχανισμών και των θεσμοθετημένων πολιτικών στην οριοθέτηση του επιτρεπτού ή του πραγματοποιήσιμου. Οι διαδρομές των πορειών άλλαζαν κάτω από την πίεση μιας διαδήλωσης, ψηφοφόροι κυνηγούσαν στους δρόμους βουλευτές για να τους εμποδίσουν να «αποστατήσουν», νέοι εργάτες έστηναν οδοφράγματα και απαντούσαν με πέτρες, ξύλα και μολότοφ στις επιθέσεις της αστυνομίας.
Αυτή η αμφισβήτηση των ορίων, οι επιπτώσεις της οποίας ήταν δύσκολο να προβλεφθούν, προκαλούσε τρόμο στο αστικό κατεστημένο και φόβιζε την παραδοσιακή αριστερά. Για το πρώτο, ο τρόμος και η αποστροφή προς το συνασπισμένο πλήθος συνδεόταν με τον εφιάλτη της εαμικής αντίστασης, περιγραφόταν με το ανάλογο λεξιλόγιο και αποτελούσε μια κατάσταση νοοτροπιακή. «Σιγά σιγά ετοιμάζεται ο κομμουνισμός και για ένα ενδεχόμενο ‘λαϊκών εξεγέρσεων’ στην περικυκλωμένη από τους συνοικισμούς Αθήνα», έγραφε ο Π. Παπαληγούρας στον Κ. Καραμανλή τον Οκτώβριο του 1964, μετά την επιτυχία της ΕΔΑ στις δημοτικές εκλογές. «Μαύρα προαισθήματα με κατέχουν και, αν και εκ φύσεως δεν είμαι απαισιόδοξος, το κλίμα μου ενθυμίζει ολίγον ’44, ολίγον ‘47», συμπλήρωνε ο Γ. Ράλλης. «Ο πολίτης θα πιστεύει ότι οιοσδήποτε ή το πεζοδρόμιον, επέβαλε την γνώμην έναντι του Στέμματος», τόνιζε ο Μαρκεζίνης στο Συμβούλιο του Στέμματος το Σεπτέμβριο του 1965, ενώ ο Π. Κανελλόπουλος, που συνήθως εξαίρεται για τις ακαδημαϊκές του περγαμηνές και την αφοσίωσή του στον κοινοβουλευτισμό, υπογράμμιζε: «δεν είναι δυνατόν οι πολλοί, και ιδίως η νεολαία, να γνωρίζουν περισσότερα από δύο άρθρα του Συντάγματος και το 114».  
Οι δυνάμεις της ΕΔΑ, από την άλλη, δηλαδή της πολιτικής δύναμης που διέθετε την καλύτερη δικτύωση στο μαζικό κίνημα, περιέγραφαν το φαινόμενο με τη έννοια των προβοκατόρων και το αντιμετώπιζαν με την πρακτική των εφόρων τάξης. Τι έκανε την αριστερά να φοβάται το πολυφωνικό πλήθος; Η ίδια ήταν άλλωστε κομμάτι του. Βέβαια υπάρχουν ιδιαίτεροι τρόποι διαμέσου των οποίων η κοινωνική διαμαρτυρία μπορεί να συνυπάρχει με τη νομιμοφροσύνη, η σημασία τους όμως απομένει να διερευνηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μπορούμε, ωστόσο, να αναζητήσουμε κάποιες απαντήσεις στα σημεία όπου το βάρος της ήττας και του πολιτικού αποκλεισμού συναντούσε πρακτικές αναπαραγωγής του κομματικού μηχανισμού, οι οποίες βασίζονταν στις δομές που προσέφερε το αστικό καθεστώς. Ακόμη στη διάθεση αδύναμων εργαλείων για την ανάλυση της κοινωνίας και μάλιστα σε μια εποχή σύνθετων κοινωνικών διεργασιών, έλλειψη η οποία συνοδευόταν από τη δογματική χρήση των πολιτικών κατηγοριών της συνειδητής και της αυθόρμητης δράσης.
«Σύνεση, παιδιά, σύνεση», που έγραφε κι ο Χρόνης Μίσσιος ανακαλώντας το σύνθημα που κυριαρχούσε εκείνες τις μέρες στον κομματικό μηχανισμό. Έξω από το μέτωπο της σύνεσης βρίσκονταν όχι μόνον οι πρακτικές της δυναμικής σύγκρουσης με την αστυνομία αλλά και τα αιτήματα για μια νέα πολιτική που εκφράζονταν από μια εξ αριστερών αντιπολίτευση στην ΕΔΑ. Τροτσκιστικές, μαοϊκές, αντιμπεριαλιστικές συσσωματώσεις, αλλά και προβληματισμοί για το εργατικό και το φοιτητικό κίνημα ή την ανάπτυξη του μαρξισμού, είχαν δημιουργηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, έβρισκαν όμως τώρα ένα σαφώς πιο γόνιμο πεδίο αναζήτησης και αναδείκνυαν τις πολλαπλές και αντιφατικές ερμηνείες του κόσμου, που μπορούν να γεννηθούν μέσα στη συλλογική δράση.        
Εφημερίδα Πριν, 17.7.2005     


Αν κάποιοι εξ υμών θεωρούν τις εκλογές ως μέσον ανατροπής των κατακτητών, εγκληματούν κατά του εαυτού τους. Δεν θα συμμετάσχουμε σε εκλογές τους όρους των οποίων καθορίζει ο εχθρός. Η μαζική αποχή και η απονομιμοποίηση των εκλογών τους είναι βασικός όρος ανατροπής των κατακτητών. Δεν πρέπει να παίξουμε θέατρο σε ένα έργο με δικό τους σενάριο. Εξηγούμαι περαιτέρω. Πώς είναι δυνατόν να λάβουμε μέρος στις εκλογές των κατακτητών χωρίς να έχει γίνει εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων από όλους τους ελληνοποιημένους εισβολείς; Χωρίς εκκαθάριση εκλογικών καταλόγων δεν μπορούμε να συμμετέχουμε στις εκλογές τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: