"Δεν υπάρχει λαός εις τον κόσμο ο οποίος να έχει προσφέρει τόσα εις την ανθρωπότητα όσα ο Ελληνικός και έχει καταπολεμηθεί τόσο πολύ από τόσο πολλούς λαούς, οι οποίοι δεν πρόσφεραν τίποτα εις αυτήν" *ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ*

Φωτορεπορταζ 20 τελευταιων αναρτησεων

31/8/10

ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΠΡΟΚΟΜΕΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ--- «Οι άγιοι χωρίς μάσκα»Μέσα σε κείνα τα τειχιά βρίσκονται οι άρρωστοι που πάσχουνε από τη λέπρα της ψυχής, οι υποψήφιοι... άγιοι.(Β)

2

Καθόμαστε χωρίς δουλειά όλη η παρέα.
Όλη την ημέρα βρισκόμαστε στο καφενείο του Μήτσου του Αρβανίτη. Μα εχτός απ’ την παρέα μας, υπάρχουνε κι άλλες πιο μεγάλες παρέες στρατοπεδεμένες εδώ μέσα.
Άλλο εργατικό καφενείο δεν υπάρχει στις Καρυές.
Αλλά, ξέχασα, υπάρχει ακόμα ένα, μα δε μας κάνει.
Πρώτα-πρώτα είναι πολύ μικρό. Πού να χωρέσει 300 περιηγητές, με τα τσουβαλάκια και με τους ....μπόγους τους. Άσε δα που ο ιδιοχτήτης είναι γκρινιασμένος όλη την ώρα, σαν την κακήν ημέρα. Σόμπα δεν έχει και είναι και στο δρόμο της αστυνομίας. Πολλοί από μας δεν τάχουνε και τόσο καλά με δαύτη.
Το καφενείο του Αρβανίτη όμως τάχει όλα του. Υπόγεια, παραϋπόγεια, πόρτες απ’όλες τις μεριές, για να το στρίβει ο Σπύρος, όποτε μυριστεί άσκημα τα πράματα.
Αλλά εχτός απ’ αυτά είναι που συνηθίσαμε και τον Αρβανίτη. Τον έχουμε του χεριού μας. Φτιάνει και φαΐ · κι οποιανού του γουστάρει πηγαίνει διαλέγει, τρώει, πίνει και ύστερα τα γράφει μόνος του στον πελώριο μαυροπίνακα, που σκεπάζει μισό τοίχο του μαγαζού.
Σε διασκεδάζει αυτός ο πίνακας. Τον έχουνε μοιράσει οι ταχτικοί, σε πολλά πολλά τετραγωνάκια. Σ’ ένα απ’ αυτά διαβάζω: «ΓΙΑΝΙΣ ΠΑΣΑΣ εκ τιγάνει Σάμος χθες 1 φασουλάδα και 4 πήτες 3 ωκάδες κρασοί και 1 ασκελήδα σκώρδω… » Και παρά κάτω: «Χθές ζουμοί από μπειζαίλια, 1 ωκά, 2 πείτας κε μηα ουρά χταπώδει γηα μεζαιδάκει.»
Πουθενά δε βλέπεις τη λέξη «σήμερα», στο τετραγωνάκι του πελάτη αυτουνού. Όλο «χθές».
Σ’ άλλο τετραγωνάκι φιγουράρει μια τζίφρα, ελληνο-γαλλική. Αυτά είναι πάνω κάτω τα ψηφία της «Spirρωs Coymμπιs». Είναι του αλήτη του Σπύρου Κουμπή.
Αυτός γράφει μονάχα τ’ αρχικά ψηφία των ειδών που καταβρόχθισε. Και όταν γεμίσει το τετραγωνάκι του και θέλει ο Αρβανίτης να τα περάσει στο επίσημο βιβλίο του μαγαζού, φωνάζει το Σπύρο πολλές φορές, να του ξηγήσει κανένα σύμπλεγμα κι ακούς: - «Σπυράκο! Τί θα πει: «Π.Δ..Ο.Ε.Ω.;»
Κι ο Σπύρος με ύφος σπουδαίου δασκάλου, στέκεται λοξά προς τον πίνακα και σαν περιφρονητικά απαγγέλλει, δείχνοντας ένα ένα τα γράμματα: Π.Δ. = πίτες δύο. Ο.Ε.= οχτάπον, ερέβυνθους. Ω. = οίνον.
Και ο Αρβανίτης γράφει χωρίς καθόλου να σκεφτεί να γελάσει. Τον έχει συνηθίσει. Πολλές φορές έχει κάμει θεωρία ο Σπύρος πάνω στο γλωσσικό ζήτημα! Έχει ζήσει μ’ ανθρώπους αυτός! … Ξέρει «πώς να γράφει και πώς να μιλάει», έκαμε σιτιστής στο στρατό, και … «έτσι γράφουνται αυτά τα πράγματα, για να ξέρετε!»
Μια μέρα μέτρησα εφτά τετραγωνάκια σταμπαρισμένα με την τζίφρα του ιδίου και κάμποσες φορές γραμμένο το αλφάβητο μέσα σ’ αυτά. Και: «Βρε Σπύρο, όλ’ αυτά τάφαγες! Θα ξεκάνεις τον άνθρωπο! Πού να βγεί;» του είπα.
- Εσύ έχεις μεσάνυχτα, μ’ απάντησε. Οι καλόγεροι του τα φέρνουνε. Είναι τ’ αποφαγούδια απ’ την τράπεζα! Όσα πουλήσει και όσα πετάξει! Και αυτός τους δίνει καπνό και φτηνούς εργάτες! Μπήκες;
Ξεχώρισα κι εγώ τρία τετραγωνάκια στον πίνακα. Μα μούσβησε το ένα ο Θασώτης και τ’ άλλα δύο μου τα μίκρανε κρυφά ο Σπύρος και πρόσθεσε στα δικά του οικόπεδα ένα δύο πόντους…
Σα σβούρες γυρίζουνε από τραπέζι σε τραπέζι, από παρέα σε παρέα ο Τάσος, ο Σαμιώτης, κι ο Σπύρος.
Μ’ όλους μιλούνε. Και μ’ αυτούς ακόμα τους νιοφερμένους αστειεύονται σαν παλιοί καλοί φίλοι. Μόνο ένα νεοφερμένο ασθενικό κι αδύνατο παλληκάρι, εχαστούκισε ο Σαμιώτης. Όλοι γελάσανε. Μερικοί ακούω και φωνάζουνε: «Άντε βρε Σαμιώτη, λεβέντη! …»
Μα το παλληκάρι αντιστέκεται και κάτι φωνάζει. Ο θόρυβος και η απόσταση πνίγουνε την αδύναμη φωνή του. Σιμώνω πιο κοντά. Ο Τάσος προστάζει: «Να τα κάψεις! Αλλιώς να του δίνεις από δω!.»
-          Μα τί να κάψει; ρωτώ το Σπύρο.
-          Σε «διωχτικά» κοιμάται! Θα μας ψειριάσει όλους, μ’ απάντησε.
Η φωνή του παιδιού ξεχωρίζει γεμάτη τρόμο και παράκληση:
- Δεν το’ ξερα, Πού να το ξέρω; Χθες μονάχα ήρθα στο Όρος». Έτσι δικαιολογιέται το άρρωστο παλληκαρόπουλο. Δεν ήξερε δηλαδή απ’ αυτά τα παράξενα πράγματα, που ανάλαβε τώρα ο Σαμιώτης να το κατατοπίσει εξηγώντας του μαλακά, στοργικά σχεδόν πως: «Διωχτικά λέγουνται οι κουβέρτες, που του δώκανε οι καλόγεροι για να κοιμάται!» Κι ο Σπύρος για να μη μείνει πίσω στη διδασκαλία εξήγησε αναλυτικότερα «Επίτηδες κουτεντέ τις δίνουνε για να σε γεμίσουνε ψείρες, κι άμα θα σε χρειαστούνε για τ’ αμπέλια, θα σου πούνε: Φαΐ και ύπνο μα όχι λεφτά, γιατί θα σου δώσουμε και ντενεκέ να βράσεις νερό να ζεματίσεις τα ρούχα σου και να ξεψειριάσεις. Κατάλαβες; Άντε τώρα, κάψε τα!»
 Το παλληκάρι υπάκουα μάζεψε το μπόγο του και βγήκε στη χιονισμένη την αυλή. Υπό την επιστασία της τριανδρίας, έκαψε τις κουβέρτες.
-          «Κι’ αυτά που φοράς!» διατάσσουνε, μαζί σχεδόν, κι οι τρεις. Το παιδί απόμεινε χασκούμενο.
«Έλα λοιπόν! Τί χαζεύεις;» Αυστηρά, σαν αξιωματικός προστάζει ο Σαμιώτης. Η ματιά που τούριξε έλεγε πως «Άδικα θα διαμαρτυρηθείς». Και να τώρα το παιδί, τσιτσίδι, σαν το αδύναμο ψαράκι, καταμεσίς στη χιονισμένη την αυλή. Κλαίει. Από ντροπή, κλαίει. Κοιτάζει δεξά ζερβά μια στιγμή και σαν σβέλτο τρυποπούλι στριμώχνεται σε μια γωνιά.
Οι άλλοι γελούνε · βγήκανε απ’ το καφενείο και στέκουνται και ξεκαρδίζουνται στα γέλια. Το παιδί κλαίει και προσπαθεί να κρυφτεί όλο μες τις χούφτες του. Το ελπίζει αυτό. Τα χέρια του νευρικά στριφογυρίζουνε. Μόνο ο Σπύρος δεν το ‘χει σκοπό να γελάσει καθόλου.
- Τι χαχανίζετε ρε χαΐνιδες; Τι έχετε ρέ; … βλάκες!» Έτσι γύρισε και είπε σ’ όλους κατάμουτρα. Και σωπάσανε. Κανένας δεν ξαναγέλασε. Έτσι βουβαίνουνται και ξεβουβαίνουνται οι αλήτες…
Κάτι εξαιρετικό θα ’χει φαίνεται αυτός ο Σπύρος, που δεν το διέκρινα εγώ ακόμα, σαν όλους τους άλλους. Κοίτα τους εκεί. Σαν να μην είναι αυτοί που γελούσανε τώρα δά! Ακίνητοι, σα μαθητούδια ντροπαλά, παρακολουθούνε τον αλήτη, που βγάζει το παντελόνι του και το δίνει στο παιδί. Αυτός μένει με μια κυλότα στρατιωτικιά τριμμένη, που φοράει από μέσα. Το παντελόνι το πέταξε στο παιδί λέγοντάς του: «Κρύψε τα γδυμνά σου ρέ!»
Ύστερα γύρισε σ’ όλες τις παρέες κι έκανε έρανο. Μπογαλάκια λυθήκανε, τσουβαλάκια ανοίξανε, συντρόφοι μισογδυθήκανε για να δώσει κάτι καθένας. Σε ποιόνε άραγε; Στο παιδί το γδυμνό ή στο Σπύρο;…
Απ’ τα χέρια του Σπύρου κρέμουνται πουκάμισα γεμάτα χρωματιστά άγαρμπα μπαλώματα, μια φανέλα μπαλωμένη με τσουβαλένια κουρέλια, ένα κομμάτι … ράσο…
Έτσι το ντύσανε πάλι, το παιδί, που θέλει τώρα και στρώμα. Πού να κοιμηθεί;
Μ’ αυτό είναι το ευκολότερο. Όλοι έχουμε από ένα τσουβαλάκι γεμάτο ξερό χορτάρι. Όπου πηγαίνουμε το κουβαλάμε μαζί, τις βροχερές μέρες, για να μην αναγκαστούμε να κοιμηθούμε σε ρούχα μοναστηριού.
Από κάθε τσουβαλάκι λοιπόν λίγο και να έτοιμο και του μουσαφίρη μας το στρώμα.
- «Πεινάς; Το ρωτάει μ’ ενδιαφέρο ο Τάσος. «Έλα δώ!»
Σ’ ένα απ΄ τα τετραγωνάκια μου στο μαυροπίνακα φιγουράρει κιόλας τ’ όνομα «Νίκος».
Κάποια μέρα ήρθε η σειρά μου να πάω για ξύλα της σόμπας. Ήμουνε στην ομάδα του Σπύρου εγώ και πεντέξη άλλοι. Μαζί μας ήρθε κι ένας νέος συνάδερφος, φθισικός με κομμένα άλαμπα μάτια, που βήχει ξεπνεμένα όλη την ώρα.
Ο χιονιάς δεν αστειεύεται. Το ’χει στρώσει για καλά. Τίποτε δεν βλέπεις παρά μια σαβανωμένη έχταση, που φτάνει ως τη θάλασσα που μουγγρίζει κι αφρίζει.
Ο Σπύρος περπατά κάμποσα βήματα μπροστά και σφυρίζει εύθυμους σκοπούς. Είναι κουκουλωμένος μ’ ένα καρβουνοτσούβαλο για να μη κολλάει στα μαλλιά του το χιόνι. Κι όπως είναι καμπουριασμένος μοιάζει με ξεπεσμένο βρεμένο σκυλί, με κατεβασμένη την ουρά.
Τρομάζω έτσι που σκέφτομαι πως μοιάζει με μαζεμένο τρομαγμένο σκυλάκι ο Σπύρος! …
Σε τίποτε δεν προσέχει. Περπατάει σου φαίνεται, στα κουτουρού, μόνο γιατί έτυχε να ’χει δυό ποδάρια.
Κι όμως αν αυτό το μαζεμένο σκυλί έβλεπε το Μιχάλη, που στέκεται ακουμπισμένος στον κορμό μιας καρυδιάς και ξερνάει τα πνεμόνια του, ξεπνεμένα αγκομαχώντας, κάτι θα μπορούσε να σκεφτεί. Γιατί δεν του το λέμε; Χμ! Θέλει να τα βλέπει όλα ο ίδιος. Αν του δείξεις τίποτε εσύ, δεν το κοιτάζει. Να, το μεγάλο ελάττωμα του Σπύρου.
Το πολύ πολύ που μπορώ να κάνω, είναι να περπατώ πιο σιγά για να τελειώσει και να μας προλάβει.
Μα δεν τελειώνει. Κι ο Σπύρος σφυρίζει και πάει.
-          «Σπύρο! Έ Σπύρο! … τρέξε …»
Αναγκάστηκα να φωνάξω, κι ό,τι βγει, έτσι που θωρώ το παιδί να το παίρνει το κεφάλι του να πέσει.
Ο Σπύρος γύρισε, σταμάτησε μια στιγμή, έριξε μια ματιά και σα να του ’πανε, «φεύγα’ κι’ όχι «έλα» τραβά πιο γρήγορα τώρα. Σα συναγωνίζεται με κανένανε ποιος θα  πρωτανέβει την ανηφοριά. Δε σφυρίζει πια… Κι έτσι μέσα απ’ το φύσημα τις χιονομπόρας ξεχωρίζει σαστισμένος, τρεμουλιάρικος χτύπος κουδουνιού αλόγου, πολύ κοντά μας.
- Θέλεις να καθήσεις εδώ να μας περιμένεις; ρωτάει ο ένας τον άρρωστο σύντροφο. Κι αυτός με μάτια λαφιασμένα, κολλημένα λες σε κερένιο πρόσωπο, τον κοιτάζει και του κάνει νοήματα με το κεφάλι πως: «Όχι δεν θέλει να μείνει».
Θα φοβάται, είναι τόσο αδύνατο το καημένο το παιδί. Από τους έξι της παρέας, οι δυο βρισκόμαστε κοντά στον άρρωστο. Οι άλλοι παρακολουθούνε πατημασιές λαγού στο χιόνι. Ο Σπύρος στην κορφή του υψώματος κουβεντιάζει μ’ ένα ρασοφόρο καβαλάρη. Μοιάζει με ζητιάνο που μουρμουρίζει σκυφτός, ευχές και συχώρια, για λίγο ψωμί, έτσι που είναι κουκουλωμένος με το καρβουνοτσούβαλό του.
Μια στιγμή, να τόση δά, μια στιγμούλα φτάνει για να χάσεις έναν άνθρωπο… Πόσους πολλούς ανθρώπους, και παλληκαράδες μάλιστα, συναντάς άμα θα ’σαι χαρούμενος! Πόσους πάλι σ’ άσχημες στιγμές, βλέπεις να κυνηγούνε αδιάφοροι… πατημασιές λαγού και να κουβεντιάζουν ήσυχα μ’ ήσυχους περαστικούς…
Αποφάσισα ν’ απειθαρχήσω στον κανονισμό της παρέας. Καθόλου δε σκέφτομαι πως ο Σπύρος θα μου σβήσει τα τετραγωνάκια μου από τον πίνακα του μαγαζού. Είναι ένα βρεμένο σκυλί με την ουρά στα σκέλια. Μα ο άρρωστος δε θέλει να μ’ ακολουθήσει πίσω στις Καρυές.
Ξερνάει κομμάτια, κομμάτια σκουληκιασμένο αίμα, μα πίσω δε γυρίζει. Όπως παίρνει καμιά φορά βαθιά ανάσα κάτι σφυρίζει μέσα του σα δαίμονας που φοβερίζει.
Τα μάτια του τάχει στυλωμένα στην κορφή του υψώματος. «Εμένα το λοιπόν σκέφτομαι, δεν με λαβαίνεις υπ’ όψη σου έ; Κοίταζε το σκυλάκι που ζητιανεύει.»
Κάποια έκφραση αρχίζει να πασπατεύει τα μάτια του φθισικού, σιγά σιγά. Δεν μοιάζουνε πια λυχνοφάναρα. Ξαναγίνανε μάτια ανθρώπου ζωντανού.
Γυρίζω και θωρώ το Σπύρο να κατεβαίνει το ύψωμα. Τραβάει το χαλινάρι του αλόγου. Κι ο καλόγερος του χτυπάει στο χέρι μ’ ένα ραβδί.
Μα δε βαριέσαι! … Αυτός τραβάει κι ολοένα σηκώνει, και περπατεί τόσο κανονικά, που λες και τα χέρια του δεν έχουνε καμία σχέση με το ραβδί π’ ανεβοκατεβαίνει. Προσπαθεί μόνο να μην του ξεφύγει το τσουβαλάκι απ’ το κεφάλι!
Με τα σωστά του χτυπάει τώρα ο κοκκινογένης καλόγερος, όπου βρει. Μα, ναι! Ο Σπύρος μας σίμωσε κιόλας. Σαν τρομαγμένος κοιτάζει τον άρρωστο.
Το φοβισμένο σκυλί βέβαια κοιτάζει τρομαγμένος μα όχι σ’ ορισμένο μέρος. Καθόλου. Χοροπηδά η ματιά του παντού ζητάει να βρει κάτι για να πάρει θάρρος κι ελπίδα…
Του φθισικού τα μάτια αστράφτουνε και γελούνε και δακρύζουνε κι ας είναι το στόμα του σφιγμένο με πείσμα, ωχρό σαν το σταυρό τον κερένιο σε στόμα ψυχρό, πεθαμένου.
- «Γκρεμίσου από κει!» προστάζει ο Σπύρος τον καλόγερο. Μα ο καβαλάρης δεν το ’χει σκοπό να κατεβεί. Τεντώνει τα ποδάρια του, ρίχνει όλο το βάρος του ολοστρόγγυλου κορμιού του στις σκάλες και χτυπάει με τις φτέρνες βάρβαρα τα πλευρά του αλόγου.
Το άλογο σηκώνεται ξαφνιασμένο στα πισινά πόδια, ολόρθο, τινάζει το κεφάλι του, χοροπηδάει, θυμώνει, μα δε μπορεί να πάρει το χαλινάρι απ’ το νευρώδικο χέρι του Σπύρου, που σφίγγει σαν τανάλια.
- Άσε το χαλινάρι! Θα σε τσακίσω λωποδύτη! …
Απειλεί βραχνιασμένος ο ασκητής.
- Γέροντα! Κατέβα κάτω αν θέλεις με το καλό, να καθίσει ο άρρωστος! … Συμβουλεύει ο Σπύρος μαλακά. Η φωνή του ήρεμη τώρα, δεν ταιριάζει καθόλου με τ’ ανήσυχα μάτια του.
- Τ’ αφήνεις, ή δεν τ’ αφήνεις; Σιγά πολύ, μυστηριώδικα ρωτά ο καλόγερος και σύγκαιρα πασπατεύει νευρικά, σπασμωδικά τις τσέπες του ράσου, τη μέση του, το στήθος του, γυρεύοντας κάτι που τ’ όνομά του το λένε σιγά, γιατί θα ’ναι φαίνεται πολύ τρομερό.
Εγώ πάγωσα απ’ αυτά τα λόγια και τα ψαξίματα. Κι ο Σπύρος:
- Αμάν τις καμπούρες σου πάτερ!, τ’ απαντά κοροϊδεύοντας. Και νομίζεις πως είν’ έτοιμος να ξεσπάσει στα γέλια. Μα σαν κοιτάζεις τα λιπόσαρκα μάγουλά του βλέπεις πως κάτι σαλεύει βιαστικά, σαστισμένα, ανάμεσα ματιού και σαγονιού.
- Μ-α-σ-κ-α-ρ-ά! ξαναλέει, και παρατήρησε στα μάτια τον καβαλάρη. Όταν έλεγε αυτή τη λέξη, τον έβλεπα να στέκεται και να κρατάει το τσουβαλάκι στο κεφάλι του με το ’να χέρι και με τ’ άλλο το χαλινάρι.
Την τελευταία συλλαβή την πρόφερε χοροπηδώντας πάνω στην κοιλιά του καλόγερου, που κυλιέται στο χιόνι χάμω, σαν το βόδι που κακοπέφτει και δεν μπορεί, απ’ το βάρος του να σηκωθεί…
Δύο μαλλιαρά, θεριά μου φαίνεται πως θωρώ να παλεύουνε με χαίτες σηκωμένες, μέσα σ’ ένα έρημο, χιονισμένο δάσος. Θανατερά δαγκώνουνται και με τη λυσσασμένη την ορμή τους γίνονται πιο φοβερά κι απ’ τα γεναριανά στοιχειά. Και δυο σκουληκάκια, κολλημένα στον κορμό μιας καστανιάς, παρακολουθούνε και σύγκορμα τρέμουνε από ενθουσιασμό και θαυμασμό για το νικητή, από λύπη και οίχτο για το νικημένο.
Κι είναι δύο αξιοθρήνητα, αδύναμα σκουληκάκια…
- Κράτα τον εδώ! με διατάζει ο Σπύρος και μου δείχνει με κίνημα του κεφαλιού τα χέρια του καλογέρου, που το τα ‘χει σφιχτά σταυρωμένα στο στήθος κι έχει γονατίσει βαριά στην κοιλιά του.
Μα ο γέροντας, δεν έχει τώρα καμιά διάθεση να ξεφύγει.
Πότε, πότε τα ξουσφίγγω πολύ, μόλις τ’ αγγίζω, μ’ αυτός κάνει πως δεν το αισθάνεται!...
Κείτεται εδώ ξαπλωμένος ανάσκελα και τα κοιτάζει. Οι ψαροκόκκινες πλεξίδες του έχουνε πατηθεί στο χιόνι και μοιάζουνε με λαδωμένη ουρά ποντικού. Είναι τόσο θλιβερός που σκέφτομαι να σκύψω να του πω στ’ αφτί: «Τί ήθελες πάτερ να μπεις στο δρόμο μ’ αυτή τη χιονιά!...» Μα δεν έσκυψα…
Σα σκυλάκι με την ουρά στα σκέλια, ακολουθά πίσω ο καλόγερος. Εγώ τραβώ το μουλάρι κι ο Σπύρος παρακρατεί τον άρρωστο.
Χμ, σαν νοικοκυράκος ευτυχισμένος, ρωτάει ο Σπύρος λεπτομέρειες για την κατάσταση του νοικοκυριού του: «Πόσω μερώ ξύλα έχουμ’ ακόμα;!...»
Σα να ξυπνάει ήσυχα ήσυχα, ο φρόνιμος οικογενειάρχης τούτη τη στιγμή από ατάραχο ύπνο! Όλα πάνε καλά! Μόνο: «Πόσω μερώ ξύλα έχουμε!» Πρώτη φορά στη ζωή μου, που αρχίζω να σκέφτομαι πως δεν είναι και τόσο τρομερή υπόθεση η ζωή, άμα θα μάθεις την τέχνη να τη ζεις και να τη διεκδικείς.
Τι μου κάπνισε τώρα να θυμηθώ πως μου μίκρανε ο Σπύρος τα τετραγωνάκια μου στον πίνακα του μαγαζιού;… Μα είναι αδύνατο να μην είχε δίκιο…
Το μοναστήρι του «Κουτλουμούση» δε δέχεται τον άρρωστο! Σαράντα καλόγεροι είναι μαζεμένοι στην πόρτα και φωνάζουνε όλοι μαζί. Κι ο καλόγερος ο γνωστός μας, φωνάζει πιο πολύ απ’ όλους. Ξεθάρρεψε, κάνει και τον παλληκαρά!
Μα ο Σπύρος δε μιλεί, ούτε κι αγριοκοιτάζει κανένα. Ήσυχα και προσεχτικά κατεβάζει τον άρρωστο και τον μπάζει μέσα, παραμερίζοντας τους καλόγερους, που περιορίζονται να κοιτάζουνε ο ένας τον άλλο, κι ύστερα να ξαναφωνάζουνε ό,τι θέλει ο καθένας…
Ένα ζητιάνο θυμάμαι τούτη τη στιγμή, που του χανε ριχτεί όλα τα σκυλιά του χωριού μου. Κι εκείνος χωρίς ν’ ανησυχήσει καθόλου προχωρούσε, ανάμεσά τους, στο δρόμο του. Τα σκυλιά δεν τον πειράξανε. Μόνο τον ίσκιο του γαυγίζανε και πότε πότε τρομαγμένα οπισθοχωρούσανε!... Κάτι θα ’ξερε αυτός για τα σκυλιά, όπως κι ο Σπύρος για τους ανθρώπους, που εμείς οι πολλοί δε θα το μάθουμε ίσως ποτέ…
- Μην ουρλιάζετε! γυρίζει και τους λέει μια στιγμή. Δε σας τ’ αφήνω εδώ να το πεθάνετε το παιδί. Δώστε μου μόνο λίγο γάλα κι αβγά…
Μα στο μοναστήρι «δε μπορούσανε να υπάρχουνε τέτοιες βρωμιές!» Έτσι είπε ο πρωτοεπίτροπος θυμωμένος.
- Φέρτε μου, γιατί θα τα βρω μόνος μου!
Αλλά «Αδύνατο, εδώ είναι μοναστήρι κοινόβιο, δεν είναι κοσμικό σπίτι, γεμάτο σύνεργα του Σατανά!». Αυτό τόπε ο «πάτερ Δομέτιος» ο πνευματικός…
Στέκομαι τώρα μόνος με τον άρρωστο, σ’ ένα υπόστεγο της αυλής. Ο Σπύρος σα δαιμονισμένος εξαφανίστηκε στους διαδρόμους του μοναστηριού. Κι έτσι οι καλόγεροι βιαστικά πήρανε διάφορες διευθύνσεις. Μόνο τρείς, τέσσερις μείνανε στην αυλή για να σιγομουρμουρίζουνε και να μ’ αγριοκοιτάζουνε.
Και σκέφτομαι πόσο εύκολο είναι να μας πετάξουνε όξω, τώρα που δε φοβούνται κανέναν απ’ τους δύο μας. Μα παίρνω θάρρος γιατί καταλαβαίνω πως όλες τους οι αγριοφωνάρες δεν είναι τίποτε άλλο, παρά τα γαβγίσματα των θρασύδειλων σκυλιών που κάνουνε πως κυνηγούνε τον ίσκιο του ζητιάνου του χωριού μου…
Ο άρρωστος τουρτουρίζει. Τώρα μόνο προσέχω πως τα ρούχα μας έχουν κολλήσει πάνω μας, και πως και τα δικά μου τα δόντια καταχτυπούνε σαν παλαβά.
Ο «πάτερ Παΐσιος» συμβουλεύει να ειδοποιήσουνε την αστυνομία. Μα ο «πάτερ Ανατόλιος» είναι έξυπνος άνθρωπος κι εμποδίζει. Είμαι περίεργος να μάθω τι θα καταγγέλνανε…
Πάνω από 500 παραθύρια είναι σωφιλιασμένα στους γκρίζους τοίχους του μοναστηριού. Και πολλές καμινάδες καπνίζουνε.
Θα’ ναι ζεστά πίσω απ’ αυτά τα παραθύρια, σκέφτομαι με κάποια ζήλια και βιάζομαι να γυρίσουμε στο καφενείο μας…
Τρεχάτος κατεβαίνει ο Σπύρος τη σκάλα και κρατάει θριαμβευτικά, σαν έπαθλα, 3 κουτιά γάλα κι ένα συρμάτινο καλαθάκι γεμάτο αυγά! Θα’ ναι ίσαμ’ εξήντα.
- Μα-σκα-ρά-δες! ξεφυσά αγανακτισμένος και μας φέρνει προς την έξοδο.
Αυτή τη βρισιά τη συνήθιζε πολύ ο Σπύρος.
- Να μην χωνέψει! ακούγεται μια φωνή τραχιά, αγανακτισμένη, ψηλά από ένα παραθύρι του δεύτερου πατώματος.
Γελώντας γύρισε ο Σπύρος και την έδωκε την απάντηση:
- Αν άκουγε ο Θεός τα κοράκια, δε θ’ άφηνε γάιδαρο ζωντανό!!
Την ίδια στιγμή μπαίνει μέσα ένας μεσόκοπος άνθρωπος. Στο πρόσωπό του οι ρυτίδες σχηματίζουνε ολόκληρες βεντάγες. Ένα παιδάκι 12-13 χρονώ, με νυσταγμένα μάτια και παχουλό ξεκοκκινισμένο προσωπάκι, τον ακολουθά. Σα να μου φάνηκε πως ο επισκέπτης χαμήλωσε τα μάτια, μόλις αντίκρυσε ξαναμμένη τη ματιά του Σπύρου. Και σκέφτομαι να ρωτήσω το σύντροφό μου «γιατί». Αυτός όλα τα ξέρει.
Ταχτικά από τότε που γνωριστήκαμε στην Καλλιάγρα, ξεφεύγει έτσι ο Σπύρος από τον άδειο τον αλητισμό, αρχίζοντας να κυνηγάει κάτι, τρομερά πεισματωμένος.
Κι είναι τόσο μεγάλος, μα τόσο μεγάλος – Θέ μου – ο άνθρωπος αυτές τις στιγμές, που ντρέπομαι για λογαριασμό μου, έτσι όπως δε μπορώ να μη σκέφτομαι πότε πότε, κάτι μικροπράγματα, · να, σαν το μίκραμα του τετραγωνακιού μου στον πίνακα του μαγαζού…

***
Ο άρρωστος ξεψύχησε τις πρωινές ώρες, ήσυχα, ήσυχα, σα να τον έπαιρνε ο ύπνος…
Όλοι κοιμούνται και το καφενείο είναι σκοτεινό. Μόνο το κερί που έχουνε αναμμένο στη γωνιά που είναι απλωμένος ο νεκρός, αγωνίζεται να στέσει τοίχους μέσα στα σκοτάδια.
Ένας ξύνεται σε μια γωνιά και σ’ αφήνει το σερτό, ξερό τράβηγμα τω νυχιώ, την εντύπωση πως ξεκολλούνε οι σάρκες απ’ τα κόκκαλα.
Ένας άλλος παραμιλεί στην άλλη άκρη. Μαλώνει, βρίζει, τρίζει τα δόντια του…
Με πελώριο εργατικό νοσοκομείο μοιάζει το μέρος αυτό, που ο χάρος περπατά και διαλέγει με την ησυχία του, χωρίς ν’ ακούει τ’ αδύνατα αγκομαχητά των ετοιμοθάνατων και τις στριγγλιές των κοιμισμένων.
Ο Σπύρος μαζεύει απ’ τις μποτίλιες του τεζακιού τα κατακάθια του κρασού π’ απομείνανε.
Καθόλου δεν ξαφνιάστηκε, όταν είδε ν’ ανοιγοκλείνει το στόμα του αρρώστου και να γίνεται το υγρό του ματιού θαμπό, ασάλευτο γυαλί.
- Πέθανε! μου είπε. Αχρείαστο ήτανε το γάλα τω… μασκαράδω…
Ο Αρβανίτης ήρθε κι άνοιξε.
- Ψοφολογάτε ρε λεβέντες;
Έτσι μας καλημερίζει πάντα.
- Για τα καλά αρχίσαμε και ψοφολογούμε, τ’ απάντησε ο Σπύρος.
Δεν έπρεπε, λέει, να πεθάνει στο μαγαζί του ο άνθρωπος! Αφού ήτανε για θάνατι δεν έπρεπε, λέει να τον φέρναμε καθόλου!!
Τρομάζω γι’ αυτούς τους ανθρώπους που δε γνωρίζουνε το δάκρυ και την τρομάρα. Αιστάνομαι τον εαυτό μου κατάμονο, σαν μέσα σε πρωτόγονα δάση, γεμάτα θεριά.
Πιότερο τρομάζω που βρίσκω το Σπύρο όμοιο με τον Αρβανίτη, σε τέτοιες στιγμές. Μα πάλι κάτι ελπίζω.
Δεν μπορεί κανένας να τον γνωρίσει εύκολα αυτό τον άνθρωπο. Εκεί που τρέμεις τη γροθιά του, σε ξαφνιάζει καμιά φορά με τα χάδια του!...
Ο Αρβανίτης μάζεψε τα κουτιά το γάλα και τα κλείδωσε στο ντουλαπάκι του τεζακιού, με τρόπο…
- Ποιός το πήρε το γάλα ρε;
Θέ μου τι περιφρόνηση ξεχειλούσε απ’ τα μάτια του Σπύρου! «Του λόγου σου τα βούτηξες;» απευθύνεται στον καφετζή. Κι αυτός κοκκίνισε. Από φόβο, δίχως άλλο, θα κοκκίνισε, γιατί ξεκλείδωσε πάλι το ντουλαπάκι και χωρίς να μιλήσει τα ’βγαλε όμορφα, όμορφα και σα να φοβότανε μη χτυπήσουνε τ’ ακούμπησε σιγά-σιγά, πάνω στο τεζάκι…
Γιατί άραγε έκλαψε ο Σπύρος αυτή τη στιγμή; Κάθησε σε μια γωνιά σκεφτικός, αμίλητος, λίγη ώρα κι ύστερα σηκώνεται σα σαστισμένος. Μαζεύει τα πράγματά του. Ύστερα χωρίς να κοιτάξει κανένα περνά το τσουβαλάκι στους ώμους του και τραβάει προς την πόρτα.
- Θα φύγεις Σπύρο; Τόλμησα να τόνε ρωτήσω.
- Να μη ρωτάς!
Βγήκε χωρίς να χαιρετίσει κανένα. Μα και κανένας δεν τον ρώτησε για πού πήγαινε και γιατί.
Όλοι ξέρανε. Ο αλήτης είχε ξυπνήσει αφού ο άνθρωπος κουράστηκε πολύ. Έζησε ένα αιώνα μέσα σε μια νύχτα.

***
Την ίδια μέρα έφυγα κι εγώ για τα μοναστήρια. Φοβόμουνα την τρομερή ερημιά, που νιώθει κανένας μέσα σ’ ένα πλήθος άβουλων ανθρώπων, που τρώνε, κοιμούνται και πεθαίνουνε. Έτσι κάνουν όλοι τη ζωή τους, σ’ αυτό τον άγιο τόπο.
Μπορεί και ο Σπύρος να ’φυγε για τον ίδιο λόγο…




Αν κάποιοι εξ υμών θεωρούν τις εκλογές ως μέσον ανατροπής των κατακτητών, εγκληματούν κατά του εαυτού τους. Δεν θα συμμετάσχουμε σε εκλογές τους όρους των οποίων καθορίζει ο εχθρός. Η μαζική αποχή και η απονομιμοποίηση των εκλογών τους είναι βασικός όρος ανατροπής των κατακτητών. Δεν πρέπει να παίξουμε θέατρο σε ένα έργο με δικό τους σενάριο. Εξηγούμαι περαιτέρω. Πώς είναι δυνατόν να λάβουμε μέρος στις εκλογές των κατακτητών χωρίς να έχει γίνει εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων από όλους τους ελληνοποιημένους εισβολείς; Χωρίς εκκαθάριση εκλογικών καταλόγων δεν μπορούμε να συμμετέχουμε στις εκλογές τους.
Bookmark and Share

Δεν υπάρχουν σχόλια: