Το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. ανακαλύφθηκε από τους φιλολογίζοντες Έλληνες αστούς της Κωνσταντινούπολης το πολύ παλιό ζήτημα των τουρκόφωνων ορθόδοξων των Καραμανλήδων της Καππαδοκίας που που ήταν κυρίως συγκεντρωμένοι στην επαρχία Καραμάν και συμμετείχαν στην λειτουργική ζωή του πατριαρχείου μη καταλαβαίνοντας την ελληνική των εκκλησιαστικών ακολουθιών. Στις περιοχές αυτές χρησιμοποιόταν η ελληνική γραφή αλλά στην τουρκική γλώσσα, τα λεγόμενα καραμανλίδικα. Μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα, μεταφράστηκαν από τον Αγκύρας Σεραφείμ θρησκευτικά έργα στην τουρκική, οπότε οι τουρκόφωνοι μπόρεσαν να τα καταλάβουν.
Οι μητροπολίτες του Πόντου μπορεί να μην έδιναν δεκάρα για..... αυτό που η κυρίαρχη άποψη θεωρούσε ως πρόβλημα, αλλά διεκδικούσαν τα εισοδήματα των ποντιακής προέλευσης χωριών της Καππαδοκίας, τα οποία όμως υπαγόντουσαν γεωγραφικά στον μητροπολίτη Καισαρείας «Υπέρτιμο των Υπερτίμων και Έξαρχο πάσης Ανατολής». Όπως ομολογεί στην «Εκκλησία της Τραπεζούντος» (1933) ο μητροπολίτης Χρύσανθος, «…επί μακρά έτη η πλεονεξία των αρχιεπισκόπων Χαλδίας ετάραττε» τις επαρχίες αυτές και δημιουργούσε προβλήματα και με το πατριαρχείο Αντιοχείας του οποίου η παλιότερη ιστορική έδρα η Δαμασκός αλλά και κάμποσοι Άραβες ορθόδοξοι βρίσκονται ακόμη και σήμερα μετά την συρρίκνωση της οθωμανικής επικράτειας μέσα σε τουρκικό έδαφος. Ο δεσπότης της «Χαλδίας των Χερροιάνων υπέριμος και έξαρχος Ελλησπόντου», ζάπλουτος όταν παλιότερα ήκμαζαν τα μεταλλεία της Χαλδίας και ισχυρός αφού οι αρχιμεταλλουργοί είχαν σχέσεις με την σουλτανική αυλή, μπορεί να μην πατούσε το πόδι του στα ποντογενή χωριά των μεταλλουργών της Καππαδοκίας αλλά απαιτούσε να εισπράττει τους φόρους τους. Δεν έδειχνε όμως ανάλογο ενδιαφέρον για την παιδεία των Καραμανλήδων, αφού όπως αναφέρει σε αναφορά του ο πρόξενος Σμύρνης Σ.Αντωνόπουλος για τον τοπικό κλήρο μέρος του οποίου ήταν τουρκόφωνο: «ο παπάς ουδέ την εθνικήν γλώσσαν ομιλεί, ουδέ συναίσθησιν εαυτού και της αποστολής αυτού έχων, ουδέν πέραν του ευτελούς μεταλλικίου βλέπει….»[2]. Φαίνεται πως καμμιά φορά η οθωμανική κυβέρνηση ήταν πιο φιλολαϊκή από τους άρπαγες μητροπολίτες. Ο Ιωακείμ Βαλαβάνης παραδέχεται στα «Μικρασιατικά» του: «Οι κάτοικοι του Μεταλλείου του Ταύρου είναι ασύδοτοι μηδένα φόρον αποτίνοντες τη Κυβερνήσει, έχοντες το προνόμιον να έχωσι το χωρίον αυτών άσυλον. Λαλούσι την ελληνικήν γλώσσαν παρεφθαρμένην (την λαζικήν διάλεκτον, παραφθοράν της δωρικής κυρίως[3])…».
Το πατριαρχείο ουδέποτε ενδιαφέρθηκε πραγματικά να ασκήσει κατηχητικό έργο στους λαούς που καθοδηγούσε. Αυτό θα προϋπόθετε μετάφραση θεολογικών βιβλίων στις τοπικές γλώσσες, κατάργηση της ελληνικής στις λειτουργίες και ιθαγενείς επισκόπους. Ενδιαφερόταν για την κυριαρχία του επάνω στο ποίμνιο και για την εξασφάλιση των εσόδων του από αυτό. Στα 1836 και 1839 απαγορεύει τη κυκλοφορία μεταφράσεων βασικών ιερών κειμένων στις βαλκανικές γλώσσες, φοβούμενο τη δημιουργία εθνικών Εκκλησιών: «Εις την αυτήν καταδίκην και εις τα αυτά επιτίμια καθυποβάλλομεν και τας λοιπάς μεταφράσεις της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης, τας γενομένας παρά των Λουθηροκαλβίνων ψευδοδιδασκάλων ή παρ’ ομοθρήσκων και ομογενών ημίν οπαδών δε αυτών, εις τε την Τουρκικήν, Σερβικήν, Αραβικήν, Βουλγαρικήν, Σλαβωνικήν και άλλας τοιαύτας διαλέκτους…». (Kαρμίρη Ι. (Βλ.“Tα δογματικά και συμβολικά μνημεία της ορθοδόξου Εκκλησίας»-Graz 1968, και Γεδεών, «Διατάξεις») H αθλιότητα αυτή, να παρεμποδίζεται η διάδοση του «θείου λόγου» από αυτούς που υποτίθεται ότι είχαν αναλάβει αυτήν ακριβώς την αποστολή, αποσκοπούσε στην περιχαράκωση του πατριαρχικού φέουδου και στην εδραίωση του ασφυκτικού ελέγχου που ασκούσε ελέω Μωάμεθ του Πορθητή, πάνω στους ορθόδοξους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή στο ορθόδοξο μιλλιέτι (έθνος). Ο ίδιος ο κρατικός ιστορικός Παπαρρηγόπουλος ισχυρίζεται στα σοβαρά (τ.Β΄) πως «Τα πάντα είχον παρασκευασθή ίνα διά της ελληνικής γλώσσης λαλήση το πνεύμα το άγιον». Μάλιστα «Είναι ιστορικώς βεβαιωμένον…ότι ο Χριστός ωμίλει την ελληνικήν», με την βούλα του Κ.Παπαμιχαλόπουλου, βουλευτή Επιδαύρου Λιμηράς, ομιλούντος το 1907 στη Βουλή (Εισαγωγή Ρ.Σταυρίδη Πατρικίου στο «Δημοτικισμός και κοινωνικό πρόβλημα», Ερμής-1976).
Είναι χαρακτηριστικό πως για πρώτη φορά εκφωνήθηκε στην αλβανική η ορθόδοξη ακολουθία σε αλβανικό έδαφος μόλις στις 10 Μαρτίου του 1914 από τον ιερέα και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο και πρωθυπουργό της χώρας τον περίφημο Θεοφάνη (Φαν) Νόλι, έναν μεγάλο διανοούμενο και δημοκράτη μεταρρυθμιστή, που έχει κατασυκοφαντηθεί από τους Έλληνες εθνικιστές. Η βαθμιαία εθνική αφύπνιση των Βούλγαρων, Βλάχων, Αράβων και Αλβανών, ορθοδόξων της εποχής αυτής, που ζητούσαν τα αυτονόητα, ιθαγενείς και όχι Έλληνες επισκόπους και λατρεία που να τελείται στη γλώσσα τους, προκάλεσε τα ελληνικά εθνικά ανακλαστικά και σήμανε συναγερμό. Το 1872 με αφορμή την απόσχιση των Βουλγάρων μέσω της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» που συγκαλέστηκε στην Ισταμπούλ καταδίκασε τον φυλετισμό ως αίρεση. Στην απόφαση αναφέρεται ότι οι Πατέρες καταδικάζουν τον φυλετισμό «τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς αίρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκκλησία». Εκκλησιολογικά η θέση αυτή ήταν απόλυτα σωστή, μόνο που η ρωμέϊκη Σύνοδος καταδίκαζε τον εθνοφυλετισμό των άλλων και καθόλου τον ελληνικό εθνικισμό. Από αυτήν την πλευρά, ήταν ένα μνημείο στρουθοκαμηλισμού και υποκρισίας, που δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει το ρεύμα των ανεξαρτητοποιήσεων, όπως π.χ. την εκθρόνιση του Σπυρίδωνα, τελευταίου Έλληνα πατριάρχη της Αντιόχειας το 1898 από τους Άραβες. Δείγμα της ανύπαρκτης εμβέλειας της απόφασης της Συνόδου του 1872 είναι το ότι ο Ρωμιός πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος Β΄, που πρόσβλεπε σε παροχές της ρωσικής κυβέρνησης, δεν συμφώνησε και αποχώρησε, ενώ η ρωσική Εκκλησία διαμαρτυρήθηκε εγγράφως. Το Φανάρι ζήτησε από την Γερμανία να ασκήσει πίεση στην τουρκική κυβέρνηση. Αυτή παρά την αρχική της μετριοπαθή θέση απήγαγε στην Ισταμπούλ τον Κύριλλο, που υποστηριζόταν στην στάση του αυτή από το αραβικό του ποίμνιο, όπου και πέθανε μετά 5 χρόνια.
Από τα Πρακτικά του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, μέσα από εκθέσεις προκύπτει η όψιμη αγωνία για τους «βαρβαρόφωνους και αμαθείς» χριστιανούς Προύσσας, Καισαρείας και Πόντου. Εκφράζονται φόβοι για προσηλυτισμό από δυτικούς ιεραποστόλους και παράπονα για κάποιους τοπικούς ιεράρχες όπως τον Νικαίας (1873), ή τον Νικομηδείας (1880) που παραμέλησε τόσο το ποίμνιο που κατέληξε τουρκόφωνο ή αρμενόφωνο[4]. Στοιχειώδης χριστιανική σκέψη θα επέβαλλε την μετάφραση των λειτουργικών βιβλίων στην τουρκική με τους σε χρήση χαρακτήρες, σεβόμενη την γλώσσα τους και προσβλέποντας σε μελλοντικό εκχριστιανισμό και των μουσουλμάνων, μέσω της καλής ζύμης των ομόγλωσσων ορθοδόξων.
Στις 1 Μαϊου του 1921 πάνω από 2700 τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της Σαφράνμπολης στον Πόντο, με επικεφαλής 10 πρόκριτους και τον ιερέα τους Γερμανό, ζήτησαν την ίδρυση τουρκικού πατριαρχείου. Τον Μάϊο του 1922 ο απόφοιτος της εμπορικής σχολής Άγκυρας, αλλά ικανότατος κεμαλιστής εφημέριος του Κεσκίν και αποκρισάριος του πατριαρχείου στην Άγκυρα Παύλος Καραχισαρίδης, και αργότερα Ερενερόλ, διάκος από το 1912 και παπάς από το 1915 χειροτονημένος από τον Καισαρείας Νικόλαο, συγκάλεσε τοπική Σύνοδο κλήρου και λαού της Καισαρείας αποβλέποντας στον προσεταιρισμό των τουρκόφωνων αλλά φανατικών ορθόδοξων της Καππαδοκίας. Ισχυρίστηκε πως η ίδρυση της τουρκικής Εκκλησίας είχε ως στόχο την αποφυγή της σφαγής των τουρκόφωνων ορθόδοξων (είναι αλήθεια πως χάρις στην προσωπική γνωριμία του με τον Ατατούρκ έσωσε πολλές ζωές ακόμη και Αρμενίων, απελευθέρωσε φυλακισμένους και επανέφερε εξόριστους). Στις 17 Ιουλίου του 1922, το τοπικό συμβούλιο των Καππαδόκων που συνεκλήθη κάτω από την πίεση των κεμαλικών υπό την προεδρία του εκόντος άκοντος Πατάρων Μελετίου, αναγκάστηκε να δεχτεί την μετάφραση και ανάγνωση στους ναούς των Ευαγγελίων στην τουρκική, κάνοντας παράλληλα επίθεση στο πατριαρχείο. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1922 ιδρύθηκε το «Ανεξάρτητο Πατριαρχείο των Τουρκοορθοδόξων». Αποφασίστηκε τότε με την υπογραφή και του επισκόπου Πατάρων Μελέτιου Χρηστίδη να κληθούν οι εξόριστοι στην Άγκυρα μητροπολίτες Σεβαστείας Γερβάσιος και Ικονίου Προκόπιος Λαζαρίδης να συμμετάσχουν στις διαδικασίες. Στις αρχές του'23, ο Ικονίου που βρισκόταν σε αντίθεση με τον πατριάρχη Μελέτιο, ύστερα από επίμονες τουρκικές πιέσεις, αφού καθυστέρησε όσο μπορούσε, αναγνωρίζει τον Καταστατικό Χάρτη της νέας Εκκλησίας, ονομάζεται πατριάρχης και μητροπολίτης Καισαρείας-ο κανονικός μητροπολίτης είχε φύγει στην Πόλη-ο επίσκοπος Πατάρων Μελέτιος παίρνει τον τίτλο του μητροπολίτη Ικονίου, ο Σεβαστείας Γερβάσιος γίνεται μητροπολίτης Πόντου και ο νεοχειροτονημένος επίσκοπος Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος (ηγούμενος Μ.Ταξιαρχών) ονομάζεται αρχιεπίσκοπος Άγκυρας.
Στις 30-3-'23 πεθαίνει ο Προκόπιος και κηδεύεται με τιμές. Το δίπτυχο της Εκκλησίας της Ελλάδος (2000) γράφει: «Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου: ...Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, Μοσχονησίων Αμβροσίου, Κυδωνιών Γρηγορίου, Ικονίου Προκοπίου, Ζήλων Ευθυμίου και πάντων των αναιρεθέντων κατά τη Μικρασιατικήν καταστροφήν. Η εορτή σύμφωνα με την υπ' αριθμό 255615/7.1993 εγκύκλιο της Συνόδου τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τ. Σταυρού». Τι ακριβώς συνέβη στον Ικονίου, που ως Δυρρραχίου είχε κηδέψει έναν άλλο περίεργο εθνομάρτυρα τον Φώτιο Κορυτσάς; (Η ίδια η Πην.Δέλτα υποστήριξε πως ο φόνος έγινε για «προσωπικούς λόγους»-«Ιός»-«Ελευθεροτυπία», 7/7/2002), Κατά τον κ.Σ.Καργάκο «τον έσφαξαν»[5], κατά τον Ρεθύμνης Άνθιμο, «πέθανε από τα βασανιστήρια στις φυλακές»[6]. Σε διάφορες χριστιανοπατριωτικές σελίδες του Διαδύκτιου υμνείται ως εθνομάρτυς. Όσο κι αν έψαξα όμως δεν βρήκα πουθενά-αντίθετα με τους υπόλοιπους «αναιρεθέντας» που υπάρχουν, έστω και αντικρουόμενες, λεπτομέρειες-τι συγκεκριμένα έπαθε και που. Η «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια» που εκθέτει τα πεπραγμένα και του τελευταίου αρχιερέα της «Ξηροκαμπίας» δεν τον μνημονεύει. Η «Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς», που δίνει βιογραφίες ασήμαντων αρχιερέων, στο λ. Προκόπιος γράφει τα εξής στεγνά: «ο Λαζαρίδης, μητροπολίτης Ικονίου» (1911-1923). Για την εθνική του δράση και το μαρτύριό του δεν γίνεται κουβέντα. Ο Αλεξανδρής που έγραψε ότι πιο εμπεριστατωμένο για την περίπτωση στο "Δελτίο του Κέντρου Μικρ.Σπουδών", δεν καταγράφει άλλο μαρτύριο από τις ισχυρές πιέσεις των Τούρκων να ενδώσει στα σχέδιά τους. Αλλά και η μνήμη των μαρτυρικών Γρηγορίου και Αμβροσίου ταλαιπωρείται από βιαστικούς εθνικούς ρήτορες:. Για τον Κυδωνιών προσφέρονται οι εκδοχές: Σ.Καργάκου «τον πετάλωσαν», Άνθιμου Ρεθύμνης: «ετάφη ζωντανός», I.Χατζηφώτη: «ξεψύχησε πριν τον ενταφιάσουν», του ΓΕΣ «ταφείς ζων μετά 38 ιερέων του». Για τον Μοσχονησίων: Σ.Καργάκος: «τον έθαψαν ζωντανό», Ρεθύμνης: «τον πετάλωσαν και μετά τον κατακρεούργησαν», Ι.Χατζηφώτης: «τον έθαψαν ζωντανό»[7] και Θρ.-Ηθ. Εγκυκλοπαίδεια τον κατατεμάχισαν. Δικαίως λοιπόν ο κ.Καργάκος διαμαρτύρεται: «Η Εκκλησία μας πρέπει ν' αγρυπνεί και ν' ανησυχεί για το τι διδάσκονται οι νέοι στα σχολεία μας». Μια στοιχειώδης προσυνεννόηση μεταξύ των εθνικών ιστορικών μας δεν θα έβλαπτε.
Η μετακίνηση των πληθυσμών στην Ελλάδα και την Τουρκία καθορίστηκε από τη συνθήκη της Λωζάννης τον Ιoύλιο του 1923, που πρόβλεπε ανταλλαγή πληθυσμών με βασικό κριτήριο κατάταξης όχι την γλώσσα ή τον αυτοπροσδιορισμό των προσώπων αλλά τη θρησκευτική πίστη, εξαιρώντας τους μουσουλμάνους (Τσάμηδες) της Θεσπρωτίας (θεωρήθηκαν Αλβανοί) και της Δ.Θράκης και τους ορθόδοξους Ίμβρου, Τενέδου και Κωνσταντινούπολης. Το τουρκόφωνο ποίμνιο παρά τις αρχικές σκέψεις εθνικιστών Τούρκων διανοουμένων πως είναι οι καθαρότεροι Τούρκοι που απόγονοι Τουρκομάνων μισθοφόρων που εγκαταστάθηκαν εδώ πριν την μάχη του Ματζικέρτ, κρίθηκε από τους κεμαλιστές πως θα δημιουργούσε στο μέλλον προβλήματα. Ξεφορτώθηκαν λοιπόν χωρίς οίκτο τους ερμαφρόδιτους συμπολίτες τους διώχνοντάς τους στην Ελλάδα. Πέρα όμως από την ρωμέϊκη συνείδηση τους, το κουβάρι της εθνικής τους προέλευσης-αν αυτό έχει κάποια σημασία-έχει πολλούς κόμπους για να το ξετυλίξει κανείς χωρίς να σκοντάψει[8]. Η επίσημη ελληνική πλευρά επιμένει πως ήταν Έλληνες που τουρκοφώνησαν[9], προσπαθώντας να μας πείσει πως Τούρκοι ορθόδοξοι δεν υπήρξαν ποτέ. Το ίδιο κάνει με τους Μπαφραλήδες, τουρκόφωνους Ορθόδοξους του Πόντου, που ήλθαν κι αυτοί στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών για να επανδρώσουν στην Κατοχή και στον εμφύλιο τα Τάγματα Ασφαλείας, αναδεικνύοντας ηγετικές μορφές της Ακροδεξιάς (Τσαούς Αντών, κλπ, βλ. Ν. Μαραντζίδη καθηγητή στο Παν.Μακεδονίας: "Γιασασίν Μιλλέτ: Προσφυγιά, Κατοχή και εμφύλιος. Εθνοτική ταυτότητα και πολιτική συμπεριφορά στους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους του Δυτικού Πόντου-Πανεπ.εκδ.Κρήτης) Άλλωστε η βυζαντινή Ορθοδοξία ήταν πολυφυλετική και επεκτατική, εμποτισμένη με το πνεύμα της Ιεραποστολής στα Έθνη και οι Γκαγκαούζοι Τούρκοι Ορθόδοξοι, αναμφισβήτητα Τούρκοι αυτοί, το αποδεικνύουν. Οι τελευταίοι ζουν σήμερα σε Μολδαβία[10], Βεσσαραβία και Ντομπρουτζά, (πιθανόν εκχριστιανισμένοι απόγονοι των τουρκικών φύλων των Κομάνων ή των Ούζων), αλλά γράφουν την διάλεκτό τους στο κυριλλικό αλφάβητο.
Ο υγιής σπόρος της αμφιβολίας μπορεί να γεννήσει όμως και απαγορευμένες σκέψεις για τους Τουρκόφωνους Ορθόδοξους. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης («Οι λαοί των Βαλκανίων»-εκδ. του 21ου) επισημαίνει πως «φαίνεται κάτι περισσότερο από βέβαιο πως οι τουρκόφωνοι Έλληνες Καππαδόκες δεν είναι ακριβώς Έλληνες αλλά χριστιανοί που χρίστηκαν Έλληνες από τότε που ο ελληνισμός ταυτίστηκε αυθαίρετα με την ορθοδοξία». Ο ίδιος πιθανολογεί πως είναι γηγενείς προγενέστεροι και των Τούρκων, πάντως όχι Έλληνες, αφού εδώ δεν υπήρξαν συμπατριώτες μας κάτοικοι πριν τον Μεγαλέξαντρο, ούτε μετά από αυτόν μεταφέρθηκαν εκεί Έλληνες αφού η άγονη αυτή περιοχή δεν προσφέρεται για εποικισμό. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, υπήρξαν Τούρκοι ορθόδοξοι οι Τουρκόπολοι. Το δόγμα πας ορθόδοξος Μικρασιάτης είναι Έλλην είναι αστήρικτο και κατασκευάστηκε για να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες, αφού στην Ν.Δ.Τουρκία υπάρχουν Συροϊακωβίτες Ορθόδοξοι, ή ακόμη και Άραβες ορθόδοξοι που υπάγονται στην δικαιοδοσία δυο αραβικών πατριαρχείων της Αντιοχείας, μιας πόλης που σήμερα βρίσκεται στην Τουρκία, ενώ ο ορθόδοξος πατριάρχης της που επικοινωνεί με την Κωνσταντινούπολη, εδρεύει στην Δαμασκό.
Από τον 11ο ως τον 14ο αιώνα, εκχριστιανισμένοι πρώην μουσουλμάνοι τουρανικής καταγωγής απόγονοι Τουρκομάνων και Σελτζούκων μετέχουν ως μισθοφόροι στον βυζαντινό στρατό. Οι λεγόμενοι «Τουρκόπο(υ)λοι», αναφέρονται από τους Ραϋμόνδο της Aguilers, τον Παχυμέρη και τον Νικηφόρο Γρηγορά. Ο τελευταίος μιλάει για τους «Τουρκόπουλους» απόγονους του Σελτζούκου Σουλτάνου του Ικονίου Καϊκαούση Β΄(Αζατίνη), που «τώ χριστιανικώ αναγεννηθέντες βαπτίσματι» «και την των Ρωμαίων ασπασάμενοι συνδιαίτησιν» μετείχαν στην «Ρωμαίων…στρατιάν» κάτω από τις διαταγές των Μιχαήλ Η΄και Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγων. Το 1275, ο αυτοκρατορικός στρατός εισέβαλε στη Μεγάλη Βλαχία (Θεσσαλία—Στερεά) με Κουμάνους και Τουρκόπουλους που πολιόρκησαν το κάστρο της Υπάτης. Πολλοί Τουρκόπολοι έφτασαν στα τέλη του 12ου αι. στην Κύπρο (Οι «Τουρκοπουλιέρηδες» του χρονικού Μαχαιρά), άλλοι εγκαταστάθηκαν στα 1263 στην Πελοπόννησο και λίγο αργότερα στον Αξιό ενώ στις αρχές του 14ου αι. Τουρκόπολοι βρίσκονται και στη Ρόδο[11]. Όταν δεν τους χρειαζόταν ο Ανδρόνικος B΄, προφασιζόμενος ότι θα τους μεταφέρει στην Ασία για μόνιμη εγκατάσταση, τους επιβίβασε μαζί με τα γυναικόπαιδά τους στα καράβια και τους έπνιξε μεσοπέλαγα. Συμμαχίες και υψηλού επιπέδου επιμιξίες με καθαρόαιμους Τούρκους είχαν φιλόδοξοι Βυζαντινοί ηγεμόνες, όπως ο Ιωάννης Στ΄ ο Καντακουζηνός. Αυτός που ενώ το κράτος διαλυόταν μελετούσε θρησκευτικά ζητήματα όπως αυτό των ομφαλοψυχιστών, έδωσε την κόρη του γυναίκα στον Τουρκο ηγεμόνα Ορχάν, πριν κλειστεί ο ίδιος σε μοναστήρι.
Μπορεί το 1821 απομονωμένοι στην ενδοχώρα να διεμύνησαν στην Πύλη πως «οι εν Καππαδοκία χριστιανικοί πληθυσμοί είναι πιστοί υπήκοοι της Κραταιάς Βασιλείας», αλλά στους αγράμματους ανθρώπους και ειδικά στην οθωμανική αυτοκρατορία των θρησκευτικών μιλλιέτ, αυτό που μετρούσε πάνω κι από τη γλώσσα, είναι η θρησκεία και τα εκατοντάδες έθιμα που είναι συνδεδεμένα μαζί της ως καθημερινός τρόπος ζωής κι αυτά ήταν ρωμέϊκα. Δίκαια λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί, Ρωμιοί σύμφωνα με την βυζαντινή και με την οθωμανική νοοτροπία, κατοχυρώθηκαν ως τέτοιοι με βάση τα έθιμά τους, αλλά πολύ άδικα ξεσπιτώθηκαν και μάλιστα σε χώρα που δεν μιλούσαν τη γλώσσα της. Ο Ερενερόλ και η οικογένειά του που την προστάτευε ο ίδιος ο Κεμάλ εξαιρέθηκαν αλλά τρεις από τις αδελφές του οικιοθελώς πήγαν στην Ελλάδα, μαζί με περισσότερους από 100.000 τουρκόφωνους ορθόδοξους Καππαδοκίας και Πόντου, που αντιμετώπισαν στη χώρα μας ως «τουρκόσποροι» ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά των υπόλοιπων προσφύγων. Eγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιφέρεια της Αθήνας (Ν. Σμύρνη κλπ) και της Θεσσαλονίκης (Συκιές, Καλαμαριά κλπ). Σαν να μην έφτανε το δράμα τους ήλθε και ο Μεταξάς και τους απαγόρευσε να μιλούν δημόσια την τουρκική κάνοντας τον βίο τους αβίωτο, ειδικά στους γεροντότερους που ήταν πολύ αργά για να μάθουν ελληνικά. «Αχ έπειτα μόνο καταλάβαμε τι πάθαμε και τι αφήσαμε πίσω μας. Απ' τη στιγμή που ανεβαίναμε τις σκάλες του βαποριού…και ακούσαμε για πρώτη φορά τις βρισιές και τις βλαστήμιες….τα βρήκαμε όλα άσχημα. Εδώ που δεν έχει εμπιστοσύνη…»[12]. Στην Καππαδοκία διαδραματίστηκαν συγκινητικές στιγμές ανάμεσα στους ντόπιους Τούρκους και στους ξεριζωμένους Ρωμιούς, τουρκόφωνους ή ελληνόφωνους. «…Τούρκοι κι Έλληνες …βλαστημήσαμε αυτούς που έκαναν την ανταλλαγή. Πως χωρίζεις από τον αδελφό σου; Έτσι χωρίσαμε με τους Τούρκους. Κλαίγανε εκείνοι, κλαίγαμε εμείς…..Οι Τούρκοι μας ξεπροβόδισαν ως τη ράχη κλαίγοντας…Ο Χουσεϊν εφέντης…..πήδησε πάνω στ'άλογό του, έτρεξε και τους πρόφτασε…Το παράπονο τον έπιασε κι .έκλαιγε μέσα στο δρόμο σαν παιδί….τους ξεπροβόδισε…»[13]. Πρέπει να απέμειναν πίσω μερικές χιλιάδες, για τους οποίους δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Την ίδια χρονιά και την επόμενη φεύγουν για την Ελλάδα και οι τρεις δεσποτάδες. Ο Γερβάσιος θα γίνει μητροπολίτης Γρεβενών, ο Μελέτιος θα υποδεχθεί τον ναζιστικό στρατό στην Αλεξανδρούπολη και θα προαχθεί σε μητροπολίτη, όσο για τον αρχιεπίσκοπο της Άγκυρας δεν ξέρω πως συνέχισε την καρριέρα του, αφού πυκνή ομίχλη καλύπτει στην ελληνική βιβλιογραφία την σελίδα της Τουρκοορθόδοξης Εκκλησίας.
H Ελένη Παυλίδου που κατοικεί στην Νέα Ελβετία διηγείται: «Οι Τούρκοι του Σιμάβ ήταν ήσυχοι άνθρωποι ….σαν αδέρφια ζούσαμε…οι τσέτες του Κεμάλ, αυτοί οι αιμοβόροι κάνανε το μεγάλο κακό. … μπήκαν στο Σιμάβ και άρχισαν τη σφαγή των Ελλήνων. ….. Σκότωσαν επίσης και μερικούς προύχοντες Τούρκους για τα αντικεμαλικά τους αισθήματα. Εμάς τα γυναικόπαιδα….μας έστειλαν ….στο Kεσκίνμαντεν…..οι Έλληνες του χωριού αυτού, μας περιποιήθηκαν πολύ. …..Πολύ μας υποστήριξε και ο παπα-Ευτύμ. Μια μέρα μας λένε οι Τούρκοι: 'Εεε, σας ζητάνε οι παππούδες σας, θέλετε να φύγετε στην Ελλάδα;'. Μερικές γυναίκες (άντρες δεν υπήρχαν, είχαν σφαχτεί όλοι) πήγαν στον παπα-Ευτύμ και ζήτησαν τη γνώμη του. 'Εγώ', τους λέει, 'δε θα φύγω, θα μείνω εδώ με το ποίμνιό μου, εσείς όμως να φύγετε'. Λεφτά δεν είχαμε, πώς να φεύγαμε; Λοιπόν, ο παπα-Ευτύμ έκανε έρανο, μάζεψε λεφτά και μας έστειλε στην Πόλη με το τρένο…»[14]
Ο Ερενερόλ, αυτοχρίσθηκε πατριάρχης με το όνομα Ευτύμ Ι και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου με την βοήθεια Καραμανλήδων που ζούσαν στον Γαλατά κατέλαβε ναούς. Οι εισβολές και οι πολυήμερες καταλήψεις του στο πατριαρχείο, η απόπειρα απαγωγής στη 1 Ιουνίου 1923 του πατριάρχη Μελέτιου Δ΄[15], η θεατρινίστικη παύση της Συνόδου του πατριαρχείου στις 2 Οκτωβρίου και ο διορισμός νέας από τον Ευτύμ, η νέα κατάληψη του πατριαρχείου τον Δεκέμβρη που έληξε άδοξα με την επέμβαση της αστυνομίας, οι έφοδοι στα ιδρύματα και ο σφετερισμός δεκάδων εκκλησιαστικών ακινήτων με την κρατική υποστήριξη, ήταν οι επόμενες ενέργειές του. Αρχές Ιουνίου του 1924 ο Ευτύμ μετέφερε την έδρα του πατριαρχείου του στον ναό της Παναγίας στον Γαλατά. To κεμαλικό καθεστώς προσπάθησε να τον βοηθήσει διορίζοντας τον Ζιχνί Οζνταμάρ (Σταμάτη Πούλογλου) βουλευτή των Τουρκοορθοδόξων. Περίπτωση είτε φιλόδοξου παπά, είτε καλοπροαίρετου που οραματίζεται μια θρησκευτικά ουδέτερη κεμαλική Τουρκία και ταυτόχρονα προσπαθεί να σώσει το ποίμνιό του από την επερχόμενη τραγική του μοίρα, ο Ευθύμιος κατέληξε να γίνει γραφικός. Το 1962, 6 χρόνια πριν πεθάνει, τον διαδέχθηκε ο χωρίς θεολογική κατάρτιση έγγαμος γυιός του Τουργκούτ (Γεώργιος) με το όνομα Ευθύμιος ο ΙΙ, παραβιάζοντας τον Κανόνα της αγαμίας των επισκόπων. Είναι βέβαια γεγονός πως στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι Ιεροί Κανόνες (παρθενία, ακτημοσύνη, αμετάθετο επισκόπων, εκλογή επισκόπων κλπ) καταπατούνται συστηματικά. Το 1991 πατριάρχης έγινε ο δευτερότοκος Σελτζούκ (Ευθύμιος ΙΙΙ). Πέθανε τον Δεκέμβριο του 2002, πικραμένος από τον αναβαθμισμένο ρόλο του ελληνικού πατριαρχείου, αφήνοντας την τουρκική Εκκλησία με λιγότερους από 200 πιστούς, (ανάμεσά τους και αλβανόφωνους), οι οποίοι σήμερα καθοδηγούνται από την εγγονή του Ευτύμ I, Σεβγκί Ερενερόλ[16] εκπρόσωπο Τύπου του τουρκικού πατριαρχείου αδελφή του από το 2002 πατριάρχη Πασά Ουμίτ Ερενερόλ με το όνομα Ευτύμ IV. Η οικογενειακή διαδοχή δεν είναι ξένη προς την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παράδοση που ανάγκασε τον φονιά αυτοκράτορα άγιο Ιουστινιανό να επιβάλει την αγαμία του επισκοπάτου ώστε να αποφευχθεί το μόνιμο σκάνδαλο της κληρονομιάς του επισκοπικού θρόνου από τον πατέρα στον γυιό. Το έθιμο της κληροδότησης του θρόνου στον ανηψιό διατηρήθηκε όμως, ιδιαίτερα στις ορθοδοξογενείς Εκκλησίες της Αρμενίας και των Νεστοριανών (Περσία, Ιράκ), αλλά το βρίσκουμε και στους νεώτερους χρόνους στα πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας και σε μεμονωμένες επισκοπές. Μάλιστα στο ορθόδοξο Μαυροβούνιο για μεγάλη χρονική περίοδο (1696 ως το 1918), ο ανηψιός κληρονομούσε τον θρόνο του πρίγκηπα επισκόπου (Βλαντίκα) της Κεττίγνης.
Μέχρι πριν μερικά χρόνια εμφανιζόταν μια αξιοπερίεργη «Τουρκική Ορθόδοξη Εκκλησία» και στις ΗΠΑ[17], που ιδρύθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Civet Kristof (Χριστόφορο Cragg), έναν Αφροαμερικανό γιατρό, που το 1981 μεταφέρθηκε στο Σικάγο και άνοιξε κλινική ως επίσκοπος Σικάγου και Β.Αμερικής της «Αμερικανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Το πιθανότερο είναι ο τίτλος να είναι παραπλανητικός, για να ξεχωρίζει μέσα στις πάνω από 20 κάθε καρυδιάς Εκκλησίες των ΗΠΑ που φέρουν τον τίτλο Ορθόδοξη (Ρωσική, ελληνική, αραβική, ουκρανική, σερβική, ρουμανική, βουλγαρική, αμερικανική, αιθιοπική, κοπτική, ερυθραιική, ινδική, συριακή κλπ κλπ).
O Ευθύμιος o ΙΙΙ, κηδεύτηκε από τον Βούλγαρο ιερέα Κωνσταντίνο Κωστώφ που βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη με το εληνικό πατριαρχείο που τον έχει καθαιρέσει, στο ελληνικό νεκροταφείο του Σισλί, πλάϊ στους δυό προκατόχους του ύστερα από παρέμβαση των αρχών, γιατί το πατριαρχείο δεν παραχωρούσε τάφο, μη μπορώντας να συγχωρήσει τον σχισματικό ούτε την ώρα του θανάτου. Η απόγονος του Ευτύμ, κρατά μεγάλη ιδιοκτησία ναών και ιδρυμάτων στον Γαλατά και ακολουθώντας την πάγια τακτική των κρατικών Ορθόδοξων Εκκλησιών της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης συνδέεται με τους υπερεθνικιστές της χώρας της και επιτίθεται με κάθε ευκαιρία στο ρωμέϊκο πατριαρχείο και στους δυτικούς ιεραπόστολους. Υπήρξε μάλιστα υποψήφια βουλευτής με το κόμμα των Γκρίζων Λύκων ΜΗΡ, την περίοδο που ηγέτης του ήταν ο Αλπαρσλάν Τουρκές. Απολαμβάνει υπερβολική προβολή από τα τούρκικα ΜΜΕ και ελπίζει σε αναγέννηση της Εκκλησίας της μέσω των πολυάριθμων Γκαγκαούζων Ορθόδοξων της Μολδαβίας. Μια πρώτη απόπειρα είχε γίνει χωρίς επιτυχία από τον Τούρκο πρέσβυ στη Ρουμανία το 1936, οπότε μεταφέρθηκαν 70 νεαροί και νεαρές Γκαγκαούζοι στον Μαρμαρά, που τελικά όμως παρά τις διαμαρτυρίες του Ευτύμ, εξισλαμίστηκαν! Το θέμα της ανασύστασης του τουρκικού πατριαρχείου μέσω τουρκογενών χριστιανών συναρτάται με την πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι στο πατριαρχείο και τις μειονότητές της στο εξωτερικό. Στις αρχές του 2008, η Σεβγκί ατύχησε. Συνελήφθη από την τουρκική αστυνομία ως μέλος της υπερεθνικιστικής παρακρατικής «Εργκενέκον», που κατηγορείται ακόμη και για δολοφονίες Τούρκων πολιτών, αρμενικής καταγωγής κλπ. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ως απόπειρα του (ήπιου ισλαμικού) κράτους Ερντογάν να απαγκιστρωθεί από τους εθνικιστές στα πλαίσια της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.
Η ίδρυση μιας μαζικής τουρκόφωνης Εκκλησίας, θα ήταν το όνειρο κάθε χριστιανού ιεραπόστολου. Αλλά μακροπρόθεσμα ακόμη κι από την ελληνική σκοπιά, αυτή θα ήταν προγεφύρωμα επιρροής και φιλίας με μια ευρωπαϊκή Τουρκία. Η Ελλάδα και το πατριαρχείο δεν κέρδισαν τίποτα από τον ξεριζωμό των τουρκόφωνων ορθόδοξων, που επέβαλε η διορατικότητα του Κεμάλ, ο οποίος πρόδωσε τον παπα-Ευτύμ γιατί φοβόταν πως όποια κι αν ήταν η φυλετική καταγωγή των Καραμανλήδων κι όπως και αν τους χειριζόταν θα κατέληγαν πιθανώς μια ενοχλητική νησίδα του χριστιανισμού και ίσως και της Ελλάδας.
Κώστας Ακρινός
Οι μητροπολίτες του Πόντου μπορεί να μην έδιναν δεκάρα για..... αυτό που η κυρίαρχη άποψη θεωρούσε ως πρόβλημα, αλλά διεκδικούσαν τα εισοδήματα των ποντιακής προέλευσης χωριών της Καππαδοκίας, τα οποία όμως υπαγόντουσαν γεωγραφικά στον μητροπολίτη Καισαρείας «Υπέρτιμο των Υπερτίμων και Έξαρχο πάσης Ανατολής». Όπως ομολογεί στην «Εκκλησία της Τραπεζούντος» (1933) ο μητροπολίτης Χρύσανθος, «…επί μακρά έτη η πλεονεξία των αρχιεπισκόπων Χαλδίας ετάραττε» τις επαρχίες αυτές και δημιουργούσε προβλήματα και με το πατριαρχείο Αντιοχείας του οποίου η παλιότερη ιστορική έδρα η Δαμασκός αλλά και κάμποσοι Άραβες ορθόδοξοι βρίσκονται ακόμη και σήμερα μετά την συρρίκνωση της οθωμανικής επικράτειας μέσα σε τουρκικό έδαφος. Ο δεσπότης της «Χαλδίας των Χερροιάνων υπέριμος και έξαρχος Ελλησπόντου», ζάπλουτος όταν παλιότερα ήκμαζαν τα μεταλλεία της Χαλδίας και ισχυρός αφού οι αρχιμεταλλουργοί είχαν σχέσεις με την σουλτανική αυλή, μπορεί να μην πατούσε το πόδι του στα ποντογενή χωριά των μεταλλουργών της Καππαδοκίας αλλά απαιτούσε να εισπράττει τους φόρους τους. Δεν έδειχνε όμως ανάλογο ενδιαφέρον για την παιδεία των Καραμανλήδων, αφού όπως αναφέρει σε αναφορά του ο πρόξενος Σμύρνης Σ.Αντωνόπουλος για τον τοπικό κλήρο μέρος του οποίου ήταν τουρκόφωνο: «ο παπάς ουδέ την εθνικήν γλώσσαν ομιλεί, ουδέ συναίσθησιν εαυτού και της αποστολής αυτού έχων, ουδέν πέραν του ευτελούς μεταλλικίου βλέπει….»[2]. Φαίνεται πως καμμιά φορά η οθωμανική κυβέρνηση ήταν πιο φιλολαϊκή από τους άρπαγες μητροπολίτες. Ο Ιωακείμ Βαλαβάνης παραδέχεται στα «Μικρασιατικά» του: «Οι κάτοικοι του Μεταλλείου του Ταύρου είναι ασύδοτοι μηδένα φόρον αποτίνοντες τη Κυβερνήσει, έχοντες το προνόμιον να έχωσι το χωρίον αυτών άσυλον. Λαλούσι την ελληνικήν γλώσσαν παρεφθαρμένην (την λαζικήν διάλεκτον, παραφθοράν της δωρικής κυρίως[3])…».
Το πατριαρχείο ουδέποτε ενδιαφέρθηκε πραγματικά να ασκήσει κατηχητικό έργο στους λαούς που καθοδηγούσε. Αυτό θα προϋπόθετε μετάφραση θεολογικών βιβλίων στις τοπικές γλώσσες, κατάργηση της ελληνικής στις λειτουργίες και ιθαγενείς επισκόπους. Ενδιαφερόταν για την κυριαρχία του επάνω στο ποίμνιο και για την εξασφάλιση των εσόδων του από αυτό. Στα 1836 και 1839 απαγορεύει τη κυκλοφορία μεταφράσεων βασικών ιερών κειμένων στις βαλκανικές γλώσσες, φοβούμενο τη δημιουργία εθνικών Εκκλησιών: «Εις την αυτήν καταδίκην και εις τα αυτά επιτίμια καθυποβάλλομεν και τας λοιπάς μεταφράσεις της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης, τας γενομένας παρά των Λουθηροκαλβίνων ψευδοδιδασκάλων ή παρ’ ομοθρήσκων και ομογενών ημίν οπαδών δε αυτών, εις τε την Τουρκικήν, Σερβικήν, Αραβικήν, Βουλγαρικήν, Σλαβωνικήν και άλλας τοιαύτας διαλέκτους…». (Kαρμίρη Ι. (Βλ.“Tα δογματικά και συμβολικά μνημεία της ορθοδόξου Εκκλησίας»-Graz 1968, και Γεδεών, «Διατάξεις») H αθλιότητα αυτή, να παρεμποδίζεται η διάδοση του «θείου λόγου» από αυτούς που υποτίθεται ότι είχαν αναλάβει αυτήν ακριβώς την αποστολή, αποσκοπούσε στην περιχαράκωση του πατριαρχικού φέουδου και στην εδραίωση του ασφυκτικού ελέγχου που ασκούσε ελέω Μωάμεθ του Πορθητή, πάνω στους ορθόδοξους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή στο ορθόδοξο μιλλιέτι (έθνος). Ο ίδιος ο κρατικός ιστορικός Παπαρρηγόπουλος ισχυρίζεται στα σοβαρά (τ.Β΄) πως «Τα πάντα είχον παρασκευασθή ίνα διά της ελληνικής γλώσσης λαλήση το πνεύμα το άγιον». Μάλιστα «Είναι ιστορικώς βεβαιωμένον…ότι ο Χριστός ωμίλει την ελληνικήν», με την βούλα του Κ.Παπαμιχαλόπουλου, βουλευτή Επιδαύρου Λιμηράς, ομιλούντος το 1907 στη Βουλή (Εισαγωγή Ρ.Σταυρίδη Πατρικίου στο «Δημοτικισμός και κοινωνικό πρόβλημα», Ερμής-1976).
Είναι χαρακτηριστικό πως για πρώτη φορά εκφωνήθηκε στην αλβανική η ορθόδοξη ακολουθία σε αλβανικό έδαφος μόλις στις 10 Μαρτίου του 1914 από τον ιερέα και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο και πρωθυπουργό της χώρας τον περίφημο Θεοφάνη (Φαν) Νόλι, έναν μεγάλο διανοούμενο και δημοκράτη μεταρρυθμιστή, που έχει κατασυκοφαντηθεί από τους Έλληνες εθνικιστές. Η βαθμιαία εθνική αφύπνιση των Βούλγαρων, Βλάχων, Αράβων και Αλβανών, ορθοδόξων της εποχής αυτής, που ζητούσαν τα αυτονόητα, ιθαγενείς και όχι Έλληνες επισκόπους και λατρεία που να τελείται στη γλώσσα τους, προκάλεσε τα ελληνικά εθνικά ανακλαστικά και σήμανε συναγερμό. Το 1872 με αφορμή την απόσχιση των Βουλγάρων μέσω της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» που συγκαλέστηκε στην Ισταμπούλ καταδίκασε τον φυλετισμό ως αίρεση. Στην απόφαση αναφέρεται ότι οι Πατέρες καταδικάζουν τον φυλετισμό «τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς αίρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκκλησία». Εκκλησιολογικά η θέση αυτή ήταν απόλυτα σωστή, μόνο που η ρωμέϊκη Σύνοδος καταδίκαζε τον εθνοφυλετισμό των άλλων και καθόλου τον ελληνικό εθνικισμό. Από αυτήν την πλευρά, ήταν ένα μνημείο στρουθοκαμηλισμού και υποκρισίας, που δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει το ρεύμα των ανεξαρτητοποιήσεων, όπως π.χ. την εκθρόνιση του Σπυρίδωνα, τελευταίου Έλληνα πατριάρχη της Αντιόχειας το 1898 από τους Άραβες. Δείγμα της ανύπαρκτης εμβέλειας της απόφασης της Συνόδου του 1872 είναι το ότι ο Ρωμιός πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος Β΄, που πρόσβλεπε σε παροχές της ρωσικής κυβέρνησης, δεν συμφώνησε και αποχώρησε, ενώ η ρωσική Εκκλησία διαμαρτυρήθηκε εγγράφως. Το Φανάρι ζήτησε από την Γερμανία να ασκήσει πίεση στην τουρκική κυβέρνηση. Αυτή παρά την αρχική της μετριοπαθή θέση απήγαγε στην Ισταμπούλ τον Κύριλλο, που υποστηριζόταν στην στάση του αυτή από το αραβικό του ποίμνιο, όπου και πέθανε μετά 5 χρόνια.
Από τα Πρακτικά του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, μέσα από εκθέσεις προκύπτει η όψιμη αγωνία για τους «βαρβαρόφωνους και αμαθείς» χριστιανούς Προύσσας, Καισαρείας και Πόντου. Εκφράζονται φόβοι για προσηλυτισμό από δυτικούς ιεραποστόλους και παράπονα για κάποιους τοπικούς ιεράρχες όπως τον Νικαίας (1873), ή τον Νικομηδείας (1880) που παραμέλησε τόσο το ποίμνιο που κατέληξε τουρκόφωνο ή αρμενόφωνο[4]. Στοιχειώδης χριστιανική σκέψη θα επέβαλλε την μετάφραση των λειτουργικών βιβλίων στην τουρκική με τους σε χρήση χαρακτήρες, σεβόμενη την γλώσσα τους και προσβλέποντας σε μελλοντικό εκχριστιανισμό και των μουσουλμάνων, μέσω της καλής ζύμης των ομόγλωσσων ορθοδόξων.
Στις 1 Μαϊου του 1921 πάνω από 2700 τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της Σαφράνμπολης στον Πόντο, με επικεφαλής 10 πρόκριτους και τον ιερέα τους Γερμανό, ζήτησαν την ίδρυση τουρκικού πατριαρχείου. Τον Μάϊο του 1922 ο απόφοιτος της εμπορικής σχολής Άγκυρας, αλλά ικανότατος κεμαλιστής εφημέριος του Κεσκίν και αποκρισάριος του πατριαρχείου στην Άγκυρα Παύλος Καραχισαρίδης, και αργότερα Ερενερόλ, διάκος από το 1912 και παπάς από το 1915 χειροτονημένος από τον Καισαρείας Νικόλαο, συγκάλεσε τοπική Σύνοδο κλήρου και λαού της Καισαρείας αποβλέποντας στον προσεταιρισμό των τουρκόφωνων αλλά φανατικών ορθόδοξων της Καππαδοκίας. Ισχυρίστηκε πως η ίδρυση της τουρκικής Εκκλησίας είχε ως στόχο την αποφυγή της σφαγής των τουρκόφωνων ορθόδοξων (είναι αλήθεια πως χάρις στην προσωπική γνωριμία του με τον Ατατούρκ έσωσε πολλές ζωές ακόμη και Αρμενίων, απελευθέρωσε φυλακισμένους και επανέφερε εξόριστους). Στις 17 Ιουλίου του 1922, το τοπικό συμβούλιο των Καππαδόκων που συνεκλήθη κάτω από την πίεση των κεμαλικών υπό την προεδρία του εκόντος άκοντος Πατάρων Μελετίου, αναγκάστηκε να δεχτεί την μετάφραση και ανάγνωση στους ναούς των Ευαγγελίων στην τουρκική, κάνοντας παράλληλα επίθεση στο πατριαρχείο. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1922 ιδρύθηκε το «Ανεξάρτητο Πατριαρχείο των Τουρκοορθοδόξων». Αποφασίστηκε τότε με την υπογραφή και του επισκόπου Πατάρων Μελέτιου Χρηστίδη να κληθούν οι εξόριστοι στην Άγκυρα μητροπολίτες Σεβαστείας Γερβάσιος και Ικονίου Προκόπιος Λαζαρίδης να συμμετάσχουν στις διαδικασίες. Στις αρχές του'23, ο Ικονίου που βρισκόταν σε αντίθεση με τον πατριάρχη Μελέτιο, ύστερα από επίμονες τουρκικές πιέσεις, αφού καθυστέρησε όσο μπορούσε, αναγνωρίζει τον Καταστατικό Χάρτη της νέας Εκκλησίας, ονομάζεται πατριάρχης και μητροπολίτης Καισαρείας-ο κανονικός μητροπολίτης είχε φύγει στην Πόλη-ο επίσκοπος Πατάρων Μελέτιος παίρνει τον τίτλο του μητροπολίτη Ικονίου, ο Σεβαστείας Γερβάσιος γίνεται μητροπολίτης Πόντου και ο νεοχειροτονημένος επίσκοπος Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος (ηγούμενος Μ.Ταξιαρχών) ονομάζεται αρχιεπίσκοπος Άγκυρας.
Στις 30-3-'23 πεθαίνει ο Προκόπιος και κηδεύεται με τιμές. Το δίπτυχο της Εκκλησίας της Ελλάδος (2000) γράφει: «Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου: ...Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, Μοσχονησίων Αμβροσίου, Κυδωνιών Γρηγορίου, Ικονίου Προκοπίου, Ζήλων Ευθυμίου και πάντων των αναιρεθέντων κατά τη Μικρασιατικήν καταστροφήν. Η εορτή σύμφωνα με την υπ' αριθμό 255615/7.1993 εγκύκλιο της Συνόδου τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τ. Σταυρού». Τι ακριβώς συνέβη στον Ικονίου, που ως Δυρρραχίου είχε κηδέψει έναν άλλο περίεργο εθνομάρτυρα τον Φώτιο Κορυτσάς; (Η ίδια η Πην.Δέλτα υποστήριξε πως ο φόνος έγινε για «προσωπικούς λόγους»-«Ιός»-«Ελευθεροτυπία», 7/7/2002), Κατά τον κ.Σ.Καργάκο «τον έσφαξαν»[5], κατά τον Ρεθύμνης Άνθιμο, «πέθανε από τα βασανιστήρια στις φυλακές»[6]. Σε διάφορες χριστιανοπατριωτικές σελίδες του Διαδύκτιου υμνείται ως εθνομάρτυς. Όσο κι αν έψαξα όμως δεν βρήκα πουθενά-αντίθετα με τους υπόλοιπους «αναιρεθέντας» που υπάρχουν, έστω και αντικρουόμενες, λεπτομέρειες-τι συγκεκριμένα έπαθε και που. Η «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια» που εκθέτει τα πεπραγμένα και του τελευταίου αρχιερέα της «Ξηροκαμπίας» δεν τον μνημονεύει. Η «Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς», που δίνει βιογραφίες ασήμαντων αρχιερέων, στο λ. Προκόπιος γράφει τα εξής στεγνά: «ο Λαζαρίδης, μητροπολίτης Ικονίου» (1911-1923). Για την εθνική του δράση και το μαρτύριό του δεν γίνεται κουβέντα. Ο Αλεξανδρής που έγραψε ότι πιο εμπεριστατωμένο για την περίπτωση στο "Δελτίο του Κέντρου Μικρ.Σπουδών", δεν καταγράφει άλλο μαρτύριο από τις ισχυρές πιέσεις των Τούρκων να ενδώσει στα σχέδιά τους. Αλλά και η μνήμη των μαρτυρικών Γρηγορίου και Αμβροσίου ταλαιπωρείται από βιαστικούς εθνικούς ρήτορες:. Για τον Κυδωνιών προσφέρονται οι εκδοχές: Σ.Καργάκου «τον πετάλωσαν», Άνθιμου Ρεθύμνης: «ετάφη ζωντανός», I.Χατζηφώτη: «ξεψύχησε πριν τον ενταφιάσουν», του ΓΕΣ «ταφείς ζων μετά 38 ιερέων του». Για τον Μοσχονησίων: Σ.Καργάκος: «τον έθαψαν ζωντανό», Ρεθύμνης: «τον πετάλωσαν και μετά τον κατακρεούργησαν», Ι.Χατζηφώτης: «τον έθαψαν ζωντανό»[7] και Θρ.-Ηθ. Εγκυκλοπαίδεια τον κατατεμάχισαν. Δικαίως λοιπόν ο κ.Καργάκος διαμαρτύρεται: «Η Εκκλησία μας πρέπει ν' αγρυπνεί και ν' ανησυχεί για το τι διδάσκονται οι νέοι στα σχολεία μας». Μια στοιχειώδης προσυνεννόηση μεταξύ των εθνικών ιστορικών μας δεν θα έβλαπτε.
Η μετακίνηση των πληθυσμών στην Ελλάδα και την Τουρκία καθορίστηκε από τη συνθήκη της Λωζάννης τον Ιoύλιο του 1923, που πρόβλεπε ανταλλαγή πληθυσμών με βασικό κριτήριο κατάταξης όχι την γλώσσα ή τον αυτοπροσδιορισμό των προσώπων αλλά τη θρησκευτική πίστη, εξαιρώντας τους μουσουλμάνους (Τσάμηδες) της Θεσπρωτίας (θεωρήθηκαν Αλβανοί) και της Δ.Θράκης και τους ορθόδοξους Ίμβρου, Τενέδου και Κωνσταντινούπολης. Το τουρκόφωνο ποίμνιο παρά τις αρχικές σκέψεις εθνικιστών Τούρκων διανοουμένων πως είναι οι καθαρότεροι Τούρκοι που απόγονοι Τουρκομάνων μισθοφόρων που εγκαταστάθηκαν εδώ πριν την μάχη του Ματζικέρτ, κρίθηκε από τους κεμαλιστές πως θα δημιουργούσε στο μέλλον προβλήματα. Ξεφορτώθηκαν λοιπόν χωρίς οίκτο τους ερμαφρόδιτους συμπολίτες τους διώχνοντάς τους στην Ελλάδα. Πέρα όμως από την ρωμέϊκη συνείδηση τους, το κουβάρι της εθνικής τους προέλευσης-αν αυτό έχει κάποια σημασία-έχει πολλούς κόμπους για να το ξετυλίξει κανείς χωρίς να σκοντάψει[8]. Η επίσημη ελληνική πλευρά επιμένει πως ήταν Έλληνες που τουρκοφώνησαν[9], προσπαθώντας να μας πείσει πως Τούρκοι ορθόδοξοι δεν υπήρξαν ποτέ. Το ίδιο κάνει με τους Μπαφραλήδες, τουρκόφωνους Ορθόδοξους του Πόντου, που ήλθαν κι αυτοί στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών για να επανδρώσουν στην Κατοχή και στον εμφύλιο τα Τάγματα Ασφαλείας, αναδεικνύοντας ηγετικές μορφές της Ακροδεξιάς (Τσαούς Αντών, κλπ, βλ. Ν. Μαραντζίδη καθηγητή στο Παν.Μακεδονίας: "Γιασασίν Μιλλέτ: Προσφυγιά, Κατοχή και εμφύλιος. Εθνοτική ταυτότητα και πολιτική συμπεριφορά στους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους του Δυτικού Πόντου-Πανεπ.εκδ.Κρήτης) Άλλωστε η βυζαντινή Ορθοδοξία ήταν πολυφυλετική και επεκτατική, εμποτισμένη με το πνεύμα της Ιεραποστολής στα Έθνη και οι Γκαγκαούζοι Τούρκοι Ορθόδοξοι, αναμφισβήτητα Τούρκοι αυτοί, το αποδεικνύουν. Οι τελευταίοι ζουν σήμερα σε Μολδαβία[10], Βεσσαραβία και Ντομπρουτζά, (πιθανόν εκχριστιανισμένοι απόγονοι των τουρκικών φύλων των Κομάνων ή των Ούζων), αλλά γράφουν την διάλεκτό τους στο κυριλλικό αλφάβητο.
Ο υγιής σπόρος της αμφιβολίας μπορεί να γεννήσει όμως και απαγορευμένες σκέψεις για τους Τουρκόφωνους Ορθόδοξους. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης («Οι λαοί των Βαλκανίων»-εκδ. του 21ου) επισημαίνει πως «φαίνεται κάτι περισσότερο από βέβαιο πως οι τουρκόφωνοι Έλληνες Καππαδόκες δεν είναι ακριβώς Έλληνες αλλά χριστιανοί που χρίστηκαν Έλληνες από τότε που ο ελληνισμός ταυτίστηκε αυθαίρετα με την ορθοδοξία». Ο ίδιος πιθανολογεί πως είναι γηγενείς προγενέστεροι και των Τούρκων, πάντως όχι Έλληνες, αφού εδώ δεν υπήρξαν συμπατριώτες μας κάτοικοι πριν τον Μεγαλέξαντρο, ούτε μετά από αυτόν μεταφέρθηκαν εκεί Έλληνες αφού η άγονη αυτή περιοχή δεν προσφέρεται για εποικισμό. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, υπήρξαν Τούρκοι ορθόδοξοι οι Τουρκόπολοι. Το δόγμα πας ορθόδοξος Μικρασιάτης είναι Έλλην είναι αστήρικτο και κατασκευάστηκε για να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες, αφού στην Ν.Δ.Τουρκία υπάρχουν Συροϊακωβίτες Ορθόδοξοι, ή ακόμη και Άραβες ορθόδοξοι που υπάγονται στην δικαιοδοσία δυο αραβικών πατριαρχείων της Αντιοχείας, μιας πόλης που σήμερα βρίσκεται στην Τουρκία, ενώ ο ορθόδοξος πατριάρχης της που επικοινωνεί με την Κωνσταντινούπολη, εδρεύει στην Δαμασκό.
Από τον 11ο ως τον 14ο αιώνα, εκχριστιανισμένοι πρώην μουσουλμάνοι τουρανικής καταγωγής απόγονοι Τουρκομάνων και Σελτζούκων μετέχουν ως μισθοφόροι στον βυζαντινό στρατό. Οι λεγόμενοι «Τουρκόπο(υ)λοι», αναφέρονται από τους Ραϋμόνδο της Aguilers, τον Παχυμέρη και τον Νικηφόρο Γρηγορά. Ο τελευταίος μιλάει για τους «Τουρκόπουλους» απόγονους του Σελτζούκου Σουλτάνου του Ικονίου Καϊκαούση Β΄(Αζατίνη), που «τώ χριστιανικώ αναγεννηθέντες βαπτίσματι» «και την των Ρωμαίων ασπασάμενοι συνδιαίτησιν» μετείχαν στην «Ρωμαίων…στρατιάν» κάτω από τις διαταγές των Μιχαήλ Η΄και Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγων. Το 1275, ο αυτοκρατορικός στρατός εισέβαλε στη Μεγάλη Βλαχία (Θεσσαλία—Στερεά) με Κουμάνους και Τουρκόπουλους που πολιόρκησαν το κάστρο της Υπάτης. Πολλοί Τουρκόπολοι έφτασαν στα τέλη του 12ου αι. στην Κύπρο (Οι «Τουρκοπουλιέρηδες» του χρονικού Μαχαιρά), άλλοι εγκαταστάθηκαν στα 1263 στην Πελοπόννησο και λίγο αργότερα στον Αξιό ενώ στις αρχές του 14ου αι. Τουρκόπολοι βρίσκονται και στη Ρόδο[11]. Όταν δεν τους χρειαζόταν ο Ανδρόνικος B΄, προφασιζόμενος ότι θα τους μεταφέρει στην Ασία για μόνιμη εγκατάσταση, τους επιβίβασε μαζί με τα γυναικόπαιδά τους στα καράβια και τους έπνιξε μεσοπέλαγα. Συμμαχίες και υψηλού επιπέδου επιμιξίες με καθαρόαιμους Τούρκους είχαν φιλόδοξοι Βυζαντινοί ηγεμόνες, όπως ο Ιωάννης Στ΄ ο Καντακουζηνός. Αυτός που ενώ το κράτος διαλυόταν μελετούσε θρησκευτικά ζητήματα όπως αυτό των ομφαλοψυχιστών, έδωσε την κόρη του γυναίκα στον Τουρκο ηγεμόνα Ορχάν, πριν κλειστεί ο ίδιος σε μοναστήρι.
Μπορεί το 1821 απομονωμένοι στην ενδοχώρα να διεμύνησαν στην Πύλη πως «οι εν Καππαδοκία χριστιανικοί πληθυσμοί είναι πιστοί υπήκοοι της Κραταιάς Βασιλείας», αλλά στους αγράμματους ανθρώπους και ειδικά στην οθωμανική αυτοκρατορία των θρησκευτικών μιλλιέτ, αυτό που μετρούσε πάνω κι από τη γλώσσα, είναι η θρησκεία και τα εκατοντάδες έθιμα που είναι συνδεδεμένα μαζί της ως καθημερινός τρόπος ζωής κι αυτά ήταν ρωμέϊκα. Δίκαια λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί, Ρωμιοί σύμφωνα με την βυζαντινή και με την οθωμανική νοοτροπία, κατοχυρώθηκαν ως τέτοιοι με βάση τα έθιμά τους, αλλά πολύ άδικα ξεσπιτώθηκαν και μάλιστα σε χώρα που δεν μιλούσαν τη γλώσσα της. Ο Ερενερόλ και η οικογένειά του που την προστάτευε ο ίδιος ο Κεμάλ εξαιρέθηκαν αλλά τρεις από τις αδελφές του οικιοθελώς πήγαν στην Ελλάδα, μαζί με περισσότερους από 100.000 τουρκόφωνους ορθόδοξους Καππαδοκίας και Πόντου, που αντιμετώπισαν στη χώρα μας ως «τουρκόσποροι» ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά των υπόλοιπων προσφύγων. Eγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιφέρεια της Αθήνας (Ν. Σμύρνη κλπ) και της Θεσσαλονίκης (Συκιές, Καλαμαριά κλπ). Σαν να μην έφτανε το δράμα τους ήλθε και ο Μεταξάς και τους απαγόρευσε να μιλούν δημόσια την τουρκική κάνοντας τον βίο τους αβίωτο, ειδικά στους γεροντότερους που ήταν πολύ αργά για να μάθουν ελληνικά. «Αχ έπειτα μόνο καταλάβαμε τι πάθαμε και τι αφήσαμε πίσω μας. Απ' τη στιγμή που ανεβαίναμε τις σκάλες του βαποριού…και ακούσαμε για πρώτη φορά τις βρισιές και τις βλαστήμιες….τα βρήκαμε όλα άσχημα. Εδώ που δεν έχει εμπιστοσύνη…»[12]. Στην Καππαδοκία διαδραματίστηκαν συγκινητικές στιγμές ανάμεσα στους ντόπιους Τούρκους και στους ξεριζωμένους Ρωμιούς, τουρκόφωνους ή ελληνόφωνους. «…Τούρκοι κι Έλληνες …βλαστημήσαμε αυτούς που έκαναν την ανταλλαγή. Πως χωρίζεις από τον αδελφό σου; Έτσι χωρίσαμε με τους Τούρκους. Κλαίγανε εκείνοι, κλαίγαμε εμείς…..Οι Τούρκοι μας ξεπροβόδισαν ως τη ράχη κλαίγοντας…Ο Χουσεϊν εφέντης…..πήδησε πάνω στ'άλογό του, έτρεξε και τους πρόφτασε…Το παράπονο τον έπιασε κι .έκλαιγε μέσα στο δρόμο σαν παιδί….τους ξεπροβόδισε…»[13]. Πρέπει να απέμειναν πίσω μερικές χιλιάδες, για τους οποίους δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Την ίδια χρονιά και την επόμενη φεύγουν για την Ελλάδα και οι τρεις δεσποτάδες. Ο Γερβάσιος θα γίνει μητροπολίτης Γρεβενών, ο Μελέτιος θα υποδεχθεί τον ναζιστικό στρατό στην Αλεξανδρούπολη και θα προαχθεί σε μητροπολίτη, όσο για τον αρχιεπίσκοπο της Άγκυρας δεν ξέρω πως συνέχισε την καρριέρα του, αφού πυκνή ομίχλη καλύπτει στην ελληνική βιβλιογραφία την σελίδα της Τουρκοορθόδοξης Εκκλησίας.
H Ελένη Παυλίδου που κατοικεί στην Νέα Ελβετία διηγείται: «Οι Τούρκοι του Σιμάβ ήταν ήσυχοι άνθρωποι ….σαν αδέρφια ζούσαμε…οι τσέτες του Κεμάλ, αυτοί οι αιμοβόροι κάνανε το μεγάλο κακό. … μπήκαν στο Σιμάβ και άρχισαν τη σφαγή των Ελλήνων. ….. Σκότωσαν επίσης και μερικούς προύχοντες Τούρκους για τα αντικεμαλικά τους αισθήματα. Εμάς τα γυναικόπαιδα….μας έστειλαν ….στο Kεσκίνμαντεν…..οι Έλληνες του χωριού αυτού, μας περιποιήθηκαν πολύ. …..Πολύ μας υποστήριξε και ο παπα-Ευτύμ. Μια μέρα μας λένε οι Τούρκοι: 'Εεε, σας ζητάνε οι παππούδες σας, θέλετε να φύγετε στην Ελλάδα;'. Μερικές γυναίκες (άντρες δεν υπήρχαν, είχαν σφαχτεί όλοι) πήγαν στον παπα-Ευτύμ και ζήτησαν τη γνώμη του. 'Εγώ', τους λέει, 'δε θα φύγω, θα μείνω εδώ με το ποίμνιό μου, εσείς όμως να φύγετε'. Λεφτά δεν είχαμε, πώς να φεύγαμε; Λοιπόν, ο παπα-Ευτύμ έκανε έρανο, μάζεψε λεφτά και μας έστειλε στην Πόλη με το τρένο…»[14]
Ο Ερενερόλ, αυτοχρίσθηκε πατριάρχης με το όνομα Ευτύμ Ι και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου με την βοήθεια Καραμανλήδων που ζούσαν στον Γαλατά κατέλαβε ναούς. Οι εισβολές και οι πολυήμερες καταλήψεις του στο πατριαρχείο, η απόπειρα απαγωγής στη 1 Ιουνίου 1923 του πατριάρχη Μελέτιου Δ΄[15], η θεατρινίστικη παύση της Συνόδου του πατριαρχείου στις 2 Οκτωβρίου και ο διορισμός νέας από τον Ευτύμ, η νέα κατάληψη του πατριαρχείου τον Δεκέμβρη που έληξε άδοξα με την επέμβαση της αστυνομίας, οι έφοδοι στα ιδρύματα και ο σφετερισμός δεκάδων εκκλησιαστικών ακινήτων με την κρατική υποστήριξη, ήταν οι επόμενες ενέργειές του. Αρχές Ιουνίου του 1924 ο Ευτύμ μετέφερε την έδρα του πατριαρχείου του στον ναό της Παναγίας στον Γαλατά. To κεμαλικό καθεστώς προσπάθησε να τον βοηθήσει διορίζοντας τον Ζιχνί Οζνταμάρ (Σταμάτη Πούλογλου) βουλευτή των Τουρκοορθοδόξων. Περίπτωση είτε φιλόδοξου παπά, είτε καλοπροαίρετου που οραματίζεται μια θρησκευτικά ουδέτερη κεμαλική Τουρκία και ταυτόχρονα προσπαθεί να σώσει το ποίμνιό του από την επερχόμενη τραγική του μοίρα, ο Ευθύμιος κατέληξε να γίνει γραφικός. Το 1962, 6 χρόνια πριν πεθάνει, τον διαδέχθηκε ο χωρίς θεολογική κατάρτιση έγγαμος γυιός του Τουργκούτ (Γεώργιος) με το όνομα Ευθύμιος ο ΙΙ, παραβιάζοντας τον Κανόνα της αγαμίας των επισκόπων. Είναι βέβαια γεγονός πως στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι Ιεροί Κανόνες (παρθενία, ακτημοσύνη, αμετάθετο επισκόπων, εκλογή επισκόπων κλπ) καταπατούνται συστηματικά. Το 1991 πατριάρχης έγινε ο δευτερότοκος Σελτζούκ (Ευθύμιος ΙΙΙ). Πέθανε τον Δεκέμβριο του 2002, πικραμένος από τον αναβαθμισμένο ρόλο του ελληνικού πατριαρχείου, αφήνοντας την τουρκική Εκκλησία με λιγότερους από 200 πιστούς, (ανάμεσά τους και αλβανόφωνους), οι οποίοι σήμερα καθοδηγούνται από την εγγονή του Ευτύμ I, Σεβγκί Ερενερόλ[16] εκπρόσωπο Τύπου του τουρκικού πατριαρχείου αδελφή του από το 2002 πατριάρχη Πασά Ουμίτ Ερενερόλ με το όνομα Ευτύμ IV. Η οικογενειακή διαδοχή δεν είναι ξένη προς την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παράδοση που ανάγκασε τον φονιά αυτοκράτορα άγιο Ιουστινιανό να επιβάλει την αγαμία του επισκοπάτου ώστε να αποφευχθεί το μόνιμο σκάνδαλο της κληρονομιάς του επισκοπικού θρόνου από τον πατέρα στον γυιό. Το έθιμο της κληροδότησης του θρόνου στον ανηψιό διατηρήθηκε όμως, ιδιαίτερα στις ορθοδοξογενείς Εκκλησίες της Αρμενίας και των Νεστοριανών (Περσία, Ιράκ), αλλά το βρίσκουμε και στους νεώτερους χρόνους στα πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας και σε μεμονωμένες επισκοπές. Μάλιστα στο ορθόδοξο Μαυροβούνιο για μεγάλη χρονική περίοδο (1696 ως το 1918), ο ανηψιός κληρονομούσε τον θρόνο του πρίγκηπα επισκόπου (Βλαντίκα) της Κεττίγνης.
Μέχρι πριν μερικά χρόνια εμφανιζόταν μια αξιοπερίεργη «Τουρκική Ορθόδοξη Εκκλησία» και στις ΗΠΑ[17], που ιδρύθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Civet Kristof (Χριστόφορο Cragg), έναν Αφροαμερικανό γιατρό, που το 1981 μεταφέρθηκε στο Σικάγο και άνοιξε κλινική ως επίσκοπος Σικάγου και Β.Αμερικής της «Αμερικανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Το πιθανότερο είναι ο τίτλος να είναι παραπλανητικός, για να ξεχωρίζει μέσα στις πάνω από 20 κάθε καρυδιάς Εκκλησίες των ΗΠΑ που φέρουν τον τίτλο Ορθόδοξη (Ρωσική, ελληνική, αραβική, ουκρανική, σερβική, ρουμανική, βουλγαρική, αμερικανική, αιθιοπική, κοπτική, ερυθραιική, ινδική, συριακή κλπ κλπ).
O Ευθύμιος o ΙΙΙ, κηδεύτηκε από τον Βούλγαρο ιερέα Κωνσταντίνο Κωστώφ που βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη με το εληνικό πατριαρχείο που τον έχει καθαιρέσει, στο ελληνικό νεκροταφείο του Σισλί, πλάϊ στους δυό προκατόχους του ύστερα από παρέμβαση των αρχών, γιατί το πατριαρχείο δεν παραχωρούσε τάφο, μη μπορώντας να συγχωρήσει τον σχισματικό ούτε την ώρα του θανάτου. Η απόγονος του Ευτύμ, κρατά μεγάλη ιδιοκτησία ναών και ιδρυμάτων στον Γαλατά και ακολουθώντας την πάγια τακτική των κρατικών Ορθόδοξων Εκκλησιών της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης συνδέεται με τους υπερεθνικιστές της χώρας της και επιτίθεται με κάθε ευκαιρία στο ρωμέϊκο πατριαρχείο και στους δυτικούς ιεραπόστολους. Υπήρξε μάλιστα υποψήφια βουλευτής με το κόμμα των Γκρίζων Λύκων ΜΗΡ, την περίοδο που ηγέτης του ήταν ο Αλπαρσλάν Τουρκές. Απολαμβάνει υπερβολική προβολή από τα τούρκικα ΜΜΕ και ελπίζει σε αναγέννηση της Εκκλησίας της μέσω των πολυάριθμων Γκαγκαούζων Ορθόδοξων της Μολδαβίας. Μια πρώτη απόπειρα είχε γίνει χωρίς επιτυχία από τον Τούρκο πρέσβυ στη Ρουμανία το 1936, οπότε μεταφέρθηκαν 70 νεαροί και νεαρές Γκαγκαούζοι στον Μαρμαρά, που τελικά όμως παρά τις διαμαρτυρίες του Ευτύμ, εξισλαμίστηκαν! Το θέμα της ανασύστασης του τουρκικού πατριαρχείου μέσω τουρκογενών χριστιανών συναρτάται με την πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι στο πατριαρχείο και τις μειονότητές της στο εξωτερικό. Στις αρχές του 2008, η Σεβγκί ατύχησε. Συνελήφθη από την τουρκική αστυνομία ως μέλος της υπερεθνικιστικής παρακρατικής «Εργκενέκον», που κατηγορείται ακόμη και για δολοφονίες Τούρκων πολιτών, αρμενικής καταγωγής κλπ. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ως απόπειρα του (ήπιου ισλαμικού) κράτους Ερντογάν να απαγκιστρωθεί από τους εθνικιστές στα πλαίσια της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.
Η ίδρυση μιας μαζικής τουρκόφωνης Εκκλησίας, θα ήταν το όνειρο κάθε χριστιανού ιεραπόστολου. Αλλά μακροπρόθεσμα ακόμη κι από την ελληνική σκοπιά, αυτή θα ήταν προγεφύρωμα επιρροής και φιλίας με μια ευρωπαϊκή Τουρκία. Η Ελλάδα και το πατριαρχείο δεν κέρδισαν τίποτα από τον ξεριζωμό των τουρκόφωνων ορθόδοξων, που επέβαλε η διορατικότητα του Κεμάλ, ο οποίος πρόδωσε τον παπα-Ευτύμ γιατί φοβόταν πως όποια κι αν ήταν η φυλετική καταγωγή των Καραμανλήδων κι όπως και αν τους χειριζόταν θα κατέληγαν πιθανώς μια ενοχλητική νησίδα του χριστιανισμού και ίσως και της Ελλάδας.
Κώστας Ακρινός
Αν κάποιοι εξ υμών θεωρούν τις εκλογές ως μέσον ανατροπής των κατακτητών, εγκληματούν κατά του εαυτού τους. Δεν θα συμμετάσχουμε σε εκλογές τους όρους των οποίων καθορίζει ο εχθρός. Η μαζική αποχή και η απονομιμοποίηση των εκλογών τους είναι βασικός όρος ανατροπής των κατακτητών. Δεν πρέπει να παίξουμε θέατρο σε ένα έργο με δικό τους σενάριο. Εξηγούμαι περαιτέρω. Πώς είναι δυνατόν να λάβουμε μέρος στις εκλογές των κατακτητών χωρίς να έχει γίνει εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων από όλους τους ελληνοποιημένους εισβολείς; Χωρίς εκκαθάριση εκλογικών καταλόγων δεν μπορούμε να συμμετέχουμε στις εκλογές τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου